ἀδελφός< ἀ + δελφύς
Πρόκειται γιὰ τὸ «α» τὸ ἀθροιστικό. (ποὺ ἄλλωτε δασύνεται κι ἄλλωτε ὄχι) [π.χ. στὸ: ἅ-πας] καὶ τὴν λέξη «δελφύς» ποὺ σημαίνει τὴν μήτρα τῆς γυναίκας.
Ἄρα, «ἀδελφός» ἀυτὸς ποὺ ἔχετε βγεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα.
Ἕνα παράδειγμα τῆς μαγείας τῆς ἑλληνικῆς ποὺ ἀπὸ μόνη της σοῦ δείχνει τὴν ἔννοια τῶν λέξεών της.