Powered By Blogger

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΣΥΧΝΟ ΛΑΘΟΣ: Τὰ κύρια ὀνόματα, ποὺ λήγουν σὲ «-ις»

  Συχνὸ φαινόμενο εἶναι ἡ ἐσφαλμένη κλίση τῶν ἀρχαίων ὀνομάτων (ἀρσενικῶν ἢ θηλυκῶν), ποὺ λήγουν σὲ «-ις», ὅπως ὁ Ἄδωνις, ὁ Πάρις, ὁ Δάφνις, ἡ Ἄρτεμις, ἡ Ἀθηναΐς... κ.ἀ.  Αὐτὰ τὰ ὀνόματα εἶναι ἀρχαῖα καὶ ὡς ἐκ τούτου κλίνονται κατὰ τὸν ἀρχαῖο τρόπο, ἐκτὸς ἂν τὰ ἐντάξῃ κάποιος στὸ νεοελληνικό σύστημα, δηλαδή : Πάρης, Ἄδωνης, Δάφνης, Ἄρτεμη, Ἀθηναΐδα... κ.ἀ. ἀντίστοιχα.


Ἔτσι ἔχουμε:
α´) γιὰ τὰ ἀρσενικὰ ὀνόματα: 
π.χ.
Ὀν. ὁ Πάρ-ις
Γεν. τοῦ Πάρ-ιδος
(Δοτ. τῷ Πάρ-ιδι)
Αἰτ. τὸν Πάρ-ι(ν)
Κλητ. (ὦ) Πάρ-ι


[Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀρσενικὰ λήγοντα σὲ «-ις», ὅπως τὸ ἀρχαῖο οὐσιαστικό: ὁ ὄρνις(=τὸ πουλί), τοῦ ὄρνιθος, κ.λπ.]


β´) γιὰ τὰ θηλυκά:
π.χ.
Ὀν. ἡ Ἄρτεμ-ις
Γεν. τῆς Ἀρτέμ-ιδος
(Δοτ. τῇ Ἀρτέμ-ιδι)
Αἰτ. τὴν Ἀρτέμ-ιδα
Κλητ. (ὦ) Ἄρτεμ-ις


[Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θηλυκὰ ὀνόματα λήγοντα σὲ «-ις». Ὅπως τὸ ἀρχαῖο: ἡ πατρίς, τῆς πατρίδος, κ.λπ.]

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

«ΤΟΝΝΟΣ» ὄχι «ΤΟΝΟΣ» (περὶ ἰχθύος)

Πρόκειται γιὰ ἀντιδάνειο:


τόννος <ἰταλ. tonno<μετγν. λατ. tunnos<λατ. thynnus < ἀρχ. ἑλ. θύννος

ΕΙΝΑΙ ΦΗΛΙ-ΚΛΕΙΔΙ! (ὄχι «ΦΙΛΙ-ΚΛΕΙΔΙ»)

Τί σημαίνει « φηλι -κλειδί» ;

Πρόκειται γιὰ μία ἔκφραση ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἀχώριστους φίλους.
Ἡ πρώτη λέξη «φηλί» προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη «θηλή»:


φηλί<θηλή<μεσν. θηλέα (=κλειδαρότρυπα)


«ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ» ἢ «ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΟΣ»

Ἡ λέξη «ὀρθοπαιδική» πλάστηκε τῷ 1741 ἀπὸ τὸν Γάλλο ἰατρὸ Νικολά Ἀντρύ, ὁ ὁποῖος τὴν εἰσήγαγε στὸ ἔργο του: Traité d´ orthopédie ou l´ art de prévenir et corriger dans les enfants=Περὶ ὀρθοπαιδίας ἢ προλήψεως καὶ θεραπείας σωματικῶν δυσπλασιῶν στὰ παιδιά.»


Συγκεκριμένα ἡ γαλλικὴ λέξη, ποὺ ἔπλασε βάσει τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἦταν «orthopédie» καὶ ἀργότερα πλάστηκαν καὶ οἱ ὅροι orhopédique (ὀρθοπαιδικός) καὶ orthopédiste (ὀρθοπαιδικός).


Πολλοί θεώρησαν ὅτι ἡ λέξη πλάστηκε ἀπὸ τοὺς ὅρους «ὀρθόν» καὶ «πέδη» (=δεσμός) ἢ τὸ λατινικό pes=πόδι, ὅμως πρόκειται γιὰ τὴν λέξη «παιδί». Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἀντρύ ἀναφέρει καθαρὰ μεθόδους γιὰ τὴν ὀρθή σωματικὴ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν γραφὴ στὰ γαλλικά· τὸ γαλλικό «é» ἀντιστοιχεῖ στὸ ἑλληνικό «αι» ὅπως φαίνεται καὶ στὶς λέξεις: pédagogie=παιδαγωγική, pédiatrique=παιδιατρική, péderastie=παιδεραστία.


Βέβαια, ὁ ὅρος μετὰ πῆρε νέα μορφή, πλατειάζοντας τὴν ἐννοιά του καὶ σημαίνοντας τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία φροντίζει οἱαδήποτε βλάβη καὶ θεραπεία τοῦ ὀστεομυϊκοῦ κινητικοῦ συστήματος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

«ΞΙΔΙ» ἢ «ΞΥΔΙ»;

Ἡ λέξη ἐτυμολογεῖται:

ΞΙΔΙ <μεσν. ὀξίδιον <ἀρχ. ὄξος (δὲν παράγεται ἀπὸ τὸ «ὀξύς»)


Ὅπως καί:  ξινός <ὄξ-ινος

«ΞΗΛΩΝΩ» ὄχι «ΞΥΛΩΝΩ»

Ποιὸ εἶναι το σωστό, τὸ δείχνει ἡ ἐτυμολογία.

ΞΗΝΩΝΩ <ἐξ-ηλώνω<ἐκ+ἧλος (=καρφί). 





ρχικῶς σήμαινε «ἀφαιρῶ καρφιά»
Ὁμόρριζα εἶναι καὶ τὰ ῥήματα:
καθηλώνω (<κατά + ἧλος) [βλ. ἀπό-καθηλώνω, ἀπο-καθήλωση]

προσηλώνω [τὸ βλέμμα] (<πρός + ἧλος)= καρφώνω τὸ βλέμμα μου  [βλ. προσήλωση]

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ τῶν σὲ «-ίζω»

Ὅλα τὰ ῥήματα ποὺ λήγουν σὲ «-ίζω» γράφονται κανονικά μὲ ἰώτα (ῥαπίζω, χτίζω, κ.λπ.)


Τὸ «-ίζω» εἶναι ἕνα ῥηματικὸ ἐπίθημα, δείχνον τὴν ἐνέργεια. 

ρχικά, παραγόταν τυχαίως, γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν ῥήματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν ἀπὸ οὐσιαστικὰ θηλυκοῦ γένους τῶν ὁποίων τὸ θέμα κατέληγε σὲ -δ, ἔτσι :
 σφραγίς > θεματικό σφραγίδ-jω > σφραγί-ζω, 
ἐλπίς > θεματικό ἐλπίδ-jω > ἐλπί-ζω

Ὄμως, ἡ γλῶσσα τὸ χρησιμοποίησε ὡς κατ'ἐξοχὴν ἐπίθημα ἐνέργειας: 
ψήφος >  ψηφ-ίζω
ἀρχή > ἀρχ-ίζω
σχήμα > θέματικὸ  σχηματ-ίζω

Ἐξαιροῦνται καὶ γράφονται μὲ «-ει-», «-οι-», «-υ-» καὶ «-η-» τὰ ἀκόλουθα ῥήματα:
δανείζω <δανει-ζω < δανει-ιζω < δάνειον
ἀθροίζω (<ἀθρο-ίζω<ἀθρό-ος + ίζω)
ἀναβλύζω/ἀναβρύζω (<βρύζω<βρύω ἀπό ὅπου καί ἐτυμολογία γιὰ τὴν βρύση)
δακρύζω (<δάκρυ)
συγχύζω < σύγχυσις < συγχέω 
κατακλύζω (<κλύζω<κλυδ-jω ἀπὸ ὅπου καί: κλυδωνίζω)
σφύζω (<σφύγ-jω ὅπως: σφυγμός, σφύξη)
πήζω (<ἔπηξα<πηγ-νύω)
πρήζω (<ἔπρησα <πρήθω)
μπήζω (ἔμπηξα<ἐνέπηξα< ἐμ-πηγνύω)
χρήζει (<χρή-ζω)
κελαρύζω (ὅπως καὶ ἄλλα ἀρχαῖα ἠχομιμητικά, τὰ ὁποῖα γράφονταν μὲ «υ»:
γογγύζω, (ὑπο)τονθορύζω[=μουρμουρίζω], κελαρύζω, ὀλολύζω [=θρηνῶ γοερῶς κ.ἀ. παρόμοια πιθανῶς ] 

Ὁ λόγος εἶναι ὅτι αὐτὰ παρήχθησαν εἴτε θέτοντας « -ίζω» στὸ θέμα οὐσιαστικῶν ποὺ ἔληγαν σὲ φωνῆεν (π.χ. δανείζω, ἀθροιζω) εἴτε, ἐπειδὴ σχηματίστηκαν κατὰ τὴν ἀρχαία γλῶσσα μὲ ἐπιθεματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ γιώτ. 
π.χ. σφυγμός > σφυγ-j - ω> σφύζω
       σύγχυσις > συγχυσ-j-ω>συγχύζω


Παλιότερα ἔγραφαν «ἀντικρύζω», ὅμως οἱ γλωσσολόγοι σήμερα θεωροῦν ὅτι κάτι τέτοιο θὰ ἦταν δύσκολο, μιᾶς καὶ τὸ θέμα τοῦ ἐπιρρήματος εἶναι «ἀντίκρ-  κι ἔτσι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ῥηματικοῦ ἐπιθέματος θὰ γινόταν μὲ τὸ «-ίζω», γιὰ νὰ δημιουργηθῇ τὸ ῥῆμα