Powered By Blogger

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

«ΠΑΓΩΝΙ» ἢ «ΠΑΓΟΝΙ»


Παγώνι < μτγν. παγώνιον < ὑποκ. παώνιον < μεσν. πάων < λατ. pavo -οnis


Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη γιὰ τὸ παγώνι εἶναι «ταώς», ἡ ὁποία προέρχεται μᾶλλον ἀπὸ τὴν Ἰνδία μέσῳ τῆς γλώσσας τῶν Περσῶν, οἱ ὁποίοι καὶ ἔφεραν αὐτὸ τὸ πτηνὸ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. 

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ καὶ ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΗ

Συχνὰ μπερδευόμουν γιὰ τὸ ἂν ᾖναι τὸ ἴδιο αὐτὲς οἱ δύο λέξεις, μά, τελικά, ἀνακάλυψα πὼς ἔχουν μία διαφορά. 


Μεταγραφή: Ἀρχικῶς σήμαινε ἀλλαγὴ κώδικα, τὴν μεταφορὰ ἑνὸς κειμένου σὲ ἄλλο εἶδος γραφῆς. Σήμερα, σημαίνει τὴν γενικὴ ἀλλαγὴ καὶ μετάβαση σὲ κάτι ἄλλο.  Εἴτε αὐτὸ ἀφορᾶ γραφή, εἴτε νομικά ἔγγραφα, εἴτε μουσικὰ ἔργα,  εἴτε εἴδη τεχνολογίας (π.χ. ἀπὸ κασέτα σὲ ΨΠΔ), εἴτε -συνηθέστερα- μεταφορὰ ἀθλητῶν ἀπὸ μία ὁμάδα σὲ μία ἄλλη (συνεκδοχικὰ καὶ ὑπαλλήλων ἀπὸ ἐταιρεία σὲ ἐταιρεία.) 


[μεταγραφὴ < μεταγράφω < μετὰ + γράφω]


Μετεγγραφή: Εἶναι εἰδικὸς ὅρος ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐγγραφὴ ἑνὸς σπουδαστή, μαθητή, φοιτητὴ ἀπὸ ἕνα ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα σὲ ἕνα ἄλλο.


[μετεγγραφὴ < μετεγγράφομαι < μετὰ + ἐγγράφομαι (<ἐν + γράφομαι)]

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

ΕΚΤΑΣΗ ΣΥΝΘΕΤΩΝ

Στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά σὲ σύνθετες ὅπου τὸ α´ συνθετικὸ ἔληγε σὲ φωνῆεν καὶ τὸ β´ συνθετικὸ ξεκινοῦσε μὲ φωνῆεν ἐμφανιζόταν ἡ ἔκταση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ληκτικὸ φωνῆεν τοῦ α´ συνθετικοῦ σιγοῦσε καὶ τὸ ἀρκτικὸ φωνῆεν τοῦ β´ συνθετικοῦ ἐκτεινόταν σὲ μακρὸ «η», «ω».


Ἔτσι ἔχουμε ὡς καὶ σήμερα τέτοιες λέξεις κυρίως μὲ β´ συνθετικό τα ἀκόλουθα: 


ὄνυμο(αἰολικός τύπος τῆς λέξης «ὄνομα»): ἐπ-ώνυμο, ἀντ-ωνυμία, παρ-ώνυμο κ.λπ.
ὀδύνη: ἐπ-ώδυνος, άν-ώδυνος...
ὄροφος: δι-ώροφος, ἡμι-ώροφος...
ὀφελος: ἐπ-ωφελές, κοιν-ωφελές...
ἀγείρω: παν-ηγύρι, ὁμ-ήγυρις...
ἀγορεύω: συν-ήγορος, κατ-ήγορος...
ἄγω: ἀρχ-ηγός..
ἄκούω: ἀν-ήκουστος, βαρ-ήκοοος...
ἄνεμος: προσ-ήνεμος...
ἐλαύνω: ξεν-ηλασία, ποδ-ήλατο...
ἔλεος: ἀν-ηλεής.


ἀρχ. τύπος ὀδ- (ὀσμή) : εὐ-ώδης...
ἀρχ. ὄλλυμι: ἐξ-ώλης, προ-ώλης...
ἀρχ. τύπος ἔλυθ- (ὀμόρριζο ἔλευσις) : προσ-ηλυτίζω
ἀρχ.ἐρέσσω: ὑπ-ηρέτης, τρι-ήρης
ἀρχ. ὀρύσσω : τυμβ- ωρύχος, δι-ώρυγα
ἀρχ. ὀμνύω: συν-ωμότης...

ΩΦΕΛΩ, ΟΦΕΙΛΩ...

Οἱ λέξεις συνδέονται ἐτυμολογικά.


Τὸ ἀρχαῖο ῥῆμα «ὀφέλλω» (=αὐξάνω) ἔδωσε τὴν λέξη «ὄφελος» (=πλεονέκτημα), ποὺ ἔδωσε τὰ συνθετικά: ἀνωφελής, ἐπωφελής (τὸ «ο» ἐτράπη σὲ «ω» λόγῳ συνθέσεως) προκύπτονας ἔτσι τά: ὠφελῶ, ὠφέλεια, διαχωρίζοντας τὴν ἔννοια τους ἀπὸ τὴν ῥίζα τους.
Ἄρα:


ὀφέλλω > ὄφελος > ἀπὸ ἐπίδραση λέξεων ὅπως : ἐπωφελής > πρόεκυψε «ὠφελῶ» (=παρέχω ὠφέλεια, κέρδος)




Ὑπάρχει καὶ ἡ φράση «ὡς μὴ ὤφελε» (=ποὺ δὲν ἔπρεπε). [ὤφελον: β´ ἀόριστος τοῦ ὀφέλλω]
Χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ παρατατικὸ ἢ ἀόριστο α´.
«ὡς μὴ ὤφελλε», «ὡς μὴ ὤφειλε»



«ΞΩΚΚΛΗΣΙ» ἢ «ΞΩΚΛΗΣΙ»



Ἡ λέξη γράφεται μὲ δύο «κ» κανονικά, ὡς λέξη μὲ δεύτερο συνθετικὸ «ἐκκλησία».


ξωκκλήσι < ἐξωκκλήσιον < ἐξω + εκκλήσιο[<ἐκκλησία]  (τὸ «ε» ἐκκρούεται ἀπὸ τὸ «ω»)

«ΠΑΡΩΝΙΧΙΔΑ» ἢ «ΠΑΡΑΝΥΧΙΔΑ»

Ὁ ἀρχικὸς τύπος τῆς λέξης ἦταν «παρωνυχίδα»


παρωνυχίδα < παρωνυχὶς < παρ(ά) + -ωνυχὶς [(μὲ ἔκταση τοῦ «ο» λόγῳ τῆς σύνθεσης)<ὄνυξ (τοῦ ὄνυχος)]


Ὁ τύπος «παρανυχίδα» εἶναι νεώτερος καὶ δημιουργήθηκε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ἄλλων συνθέτων μὲ α´ συνθετικὸ τὸ «παρά» μὲ β´ συνθετικὸ λέξεις ποὺ ξεκινοῦν μὲ σύμφωνο.
π.χ. παράνομος, παρανόηση, παράνυμφος κ.ἀ.


Τὸ ἴδιο καὶ ἄλλες λέξεις μὲ συχνότερη τὸ «παρανομαστής» ἐνῷ πιὸ σωστὸς ὁ τύπος «παρονομαστής» (<παρονομάζω)