Powered By Blogger
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αλεξω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αλεξω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΑΛΕΞΩ, ἕνα ῥῆμα ἄγνωστο στὰ νέα ἑλληνικά, μὲ πολλὰ παράγωγα ὅμως..

Ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ἀκόμα ῥῆμα «ἀλέξω» (=προστατεύω, καὶ ἄρα ἀποκρούω/διώχνω) [μέλ. ἀλεξήσω] προέκυψαν κατὰ τὴν ἀρχαία πολλὲς λέξεις ὅπως:


ἄλεξις (βοήθεια), ἀλεξητήρ [ἀλεξήτειρα](βοηθός, προστάτης), ἀλέξημα (ὑπεράσπιση, βοήθεια), ἀλεξήνωρ (βοηθός, γιατρός), ἀλέξησις (ἀπόκρουση, προστασία)
ἀλεξιφάρμακο(ἀντίδοτο), ἀλεξίπονος, ἀλεξήνεμο, ἀλεξάνεμος,  ἀλεξίκακος (προστατεύει ἀπὸ τὸ κακό), ἀλεξίμβροτος (προστατεύει τοὺς βροτούς, θνητούς), ἀλεξίμορος (μόρος=θάνατος), ἀλεξαίθριος (ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὸ κρύο), Ἀλέξανδρος (προστατεύει τοὺς ἄνδρες), ἀλεξιάρη (ἄρα=κατάρα), ἀλεξιβέλεμνος (βέλεμνον=βέλος), ἀλεξίγαμος (ἀποφεύγων τὸν γάμο)


Αὐτὸ ἔδωσε βάση στοὺς νεοέλληνες λόγιους νὰ δημιουργήσουν νέες λέξεις βάσει αὐτοῦ.
Ἔτσι:


ἀλεξικέραυνο, ἀλεξίπυρο, ἀλεξίσφαιρο, ἀλεξήνεμο (παραβάν, ὅπως καὶ παραπέτασμα), ἀλεξήλιο, ἀλεξιβρόχιο, ἀλεξιανέμιο (παρμπρίζ), ἀλεξίφωτο (ἀμπραζοῦρ)


καὶ πιὸ ἐξεζητημένα:


ἀλεξικίνδυνος, ἀλεξιπονοκέφαλος (εἶδος καπέλου), ἀλεξίπνικτρον (σωσίβιο), ἀλεξιθάνατος, ἀλεξιπόλεμος, ἀλεξίσκονον (ἐπανωφόριον), ἀλεξίσεισμος (ἀντισεισμικός), ἀλεξίξυλον (ῥάβδος δημοσιογράφων κατὰ ἀντιπάλων τους)