κροκόδιλος (μὲ ἀνομοίωση) < κροκόδριλος< κρόκη (=χάλικας) + δρῖλος
(=σκώληκας). Στὰ ἀρχαῖα ἡ σαύρα.
Πρόκειται γιὰ ἐσφαλμένη γραφὴ ποὺ προῆλθε κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο.
Ὁ Ἡρόδοτος ἔδωσε αὐτὸ τὸ ὄνομα στὴν μεγαλόσωμη σαύρα τοῦ
Νείλου. Τὸ πλῆρες ὄνομα : κροκόδιλος ὁ ποτάμιος. Ἡ σαύρα
θερμαινόμενη στὸν ἥλιο πάνω σὲ λείους λίθους (κρόκες).
(=σκώληκας). Στὰ ἀρχαῖα ἡ σαύρα.
Ὁ Ἡρόδοτος ἔδωσε αὐτὸ τὸ ὄνομα στὴν μεγαλόσωμη σαύρα τοῦ
Νείλου. Τὸ πλῆρες ὄνομα : κροκόδιλος ὁ ποτάμιος. Ἡ σαύρα
θερμαινόμενη στὸν ἥλιο πάνω σὲ λείους λίθους (κρόκες).