Τὸ «τιττυβίζω» (=κελαηδῶ) εἶναι ἀρχαία λέξη ἠχομιμητικὴ (ἀπὸ κάποιον φυσικό ἦχο δηλαδή) καὶ συγκεκριμένα τὸν ἦχο τῆς πέρδικας. (κάνω «τιττύ», δηλαδή) [σπάνια ὡς τιτυβίζω]
Ὑπάρχει καὶ τὸ «τιτίζω» στὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὰ χελιδόνια, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τὰ μικρὰ πουλιά.
Ὑπάρχει καὶ τὸ «τιτίζω» στὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὰ χελιδόνια, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τὰ μικρὰ πουλιά.