Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011
«Ἔχω ἀπαυδήσει» ὄχι «ἔχω ἀπηυδήσει»
Ἐπειδή πρόκειται γιὰ ῥῆμα λόγιο κυρίως, ἡ συχνή του χρήση στὸν
ἀόριστο «ἀπηύδησα» ἔχει ἐπηρεάσει τὴν χρήση καὶ τῶν ἄλλων
χρόνων λανθασμένα. Τὸ ῥῆμα εἶναι «ἀπαυδῶ» (ἀπαυδᾶς,
ἀπαυδᾶ... ἀπηύδυσα...) καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ αὔξηση πρέπει νὰ
προσέχουμε. Ἔτσι : ἔχω ἀπαυδήσει.
ΑΠΑΥΔΩ<ἀπὸ + αὐδή (=φωνή, ὀμιλία)
ΕΤΕΡΟΘΑΛΗΣ καὶ ΘΕΤΟΣ...
Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξὺ «ἐτεροθαλῆς» καὶ «θετός»;
Ἐτεροθαλή εἶναι τὰ ἀδέρφια, ποὺ ἔχουν τὸν ἕναν γονέα κοινό
(ὑπάρχει γονιδιακὴ σχέση)
Θετὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε προκύπτουν ἀπὸ ἕναν νέο γάμο εἴτε ἀπὸ
υἱοθεσία. [δὲν ὑπάρχει (ἄμεση) γονιδιακὴ σχέση]
Ἐτεροθαλή εἶναι τὰ ἀδέρφια, ποὺ ἔχουν τὸν ἕναν γονέα κοινό
(ὑπάρχει γονιδιακὴ σχέση)
Θετὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε προκύπτουν ἀπὸ ἕναν νέο γάμο εἴτε ἀπὸ
υἱοθεσία. [δὲν ὑπάρχει (ἄμεση) γονιδιακὴ σχέση]
Δευτέρα 30 Μαΐου 2011
Καταλήξεις οὐδετέρων σὲ «-ειο» καί «-ιο»
1) Τὸ «-εῖο» εἶναι ἐπίθημα λέξεων οὐδετέρου γένους πρὸς δήλωση α´) τόπου, κτηρίου ἢ β´) καὶ τῆς ὑπηρεσίας, ἀρχῆς ποὺ βρίσκει στέγη στὸ ἐκάστοτε μέρος . [στοὺς νεώτερους χρόνους καὶ «-ειό», μὲ πιὸ λαϊκὴ τάση.]
α´) τόπος ἢ κτήριο:
βιβλιοπωλεῖο
μαγειρεῖο (καὶ μαγειριό)
καπηλειό
β´) ἐφετεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
λιμεναρχεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
στρατοδικεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
2) Μὲ «-ιο» γράφονται οἱ λέξεις οὐδετέρου γένους, ποὺ εἶναι πρόπαροξύτονες.
π.χ.
δασοφυλάκιο (πρόπαροξύτονο) ἐνῷ δασοφυλακεῖο (παροξύτονο)
ἀεροδρόμιο
α´) τόπος ἢ κτήριο:
βιβλιοπωλεῖο
μαγειρεῖο (καὶ μαγειριό)
καπηλειό
β´) ἐφετεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
λιμεναρχεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
στρατοδικεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
2) Μὲ «-ιο» γράφονται οἱ λέξεις οὐδετέρου γένους, ποὺ εἶναι πρόπαροξύτονες.
π.χ.
δασοφυλάκιο (πρόπαροξύτονο) ἐνῷ δασοφυλακεῖο (παροξύτονο)
ἀεροδρόμιο
Καταλήξεις οὐσιαστικῶν σὲ «-ΕΙΑ» καὶ «-ΙΑ»
1) Ἡ κατάληξη «-εια» εἶναι κατάληξη θηλυκῶν προπαροξύτονων* οὐσιαστικῶν, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον προέρχονται ἀπὸ ἐπίθετα σὲ «-ης» ἢ ἀνεξαρτήτως τονισμοῦ, ῥήματα σὲ «-εύω» ἢ ἀκόμα οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα.
Ἔτσι:
προπαροξύτονα:
συνεχής - συνέχεια,
διαυγής - διαύγεια,
ἀσθενής - ἀσθένεια.
ὠφελῶ - ὠφέλεια
βοηθῶ - βοήθεια
κ.λπ.
ἀπὸ ῥήματα σὲ -εύω/-εύομαι:
λατρεύω - λατρεία
παιδεύω - παιδεία
μαντεύω -μαντεία
κ.λπ.
οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα:
ἐταιρεῖος -> ἐταιρεία
ἀνδρεῖος -> ἀνδρεία
τέλειος -> τελεία
κ.λπ.
Ἐξαιροῦνται:
α´) τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ: νοῦς, πλοῦς, ροῦς, πνοῦς(πνέω), τὰ ὁποῖα γράφονται «-οια»
ἔννοια, ἄπλποια, διάρροια, ἄπνοια
β´) κύρια ὀνόματα: Ἐρέτρια, Πολύμνια
γ´) τὰ προπαροξύτονα θηλυκά σὲ «-τρια»
2) Με «-ια» γράφονται τὰ παροξύτονα θηλυκὰ οὐσιαστικά.
Ἔτσι:
εἰκάζω - εἰκασία
ἄδικος - ἀδικία
κακός - κακία
κ.λπ.
Ἀκόμα θηλυκὰ σύνθετα οὐσιαστικὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄλλα οὐσιαστικά, ἐνῷ ἂν προέρχονταν ἄμεσα ἀπὸ ῥήματα θὰ γράφονταν ἀλλιῶς.
π.χ.
πρωτοπόρος -> πρωτοπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
ἀεροπόρος -> ἀεροπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
εἰδωλολάτρης-> εἰδωλολατρία (ἂν καὶ λατρεία< λατρεύω)
ἀνεξίθρησκος -> ἀνεξιθρησκία(ἂν καὶ θρησκεία < θρησκεύω/θρησκεύομαι)
χειρομάντις -> χειρομαντία (ἂν καὶ μαντεία< μαντεύω)
κ.λπ.
ἐπίσης:
ἄνανδρος -> ἀνανδρία (τὸ ἀνδρεία ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀνδρεῖος)
παρθένος -> παρθενία
φιλάνθρωπος -> φιλανθρωπία
πρόεδρος -> προεδρία
ἔμπορος -> ἐμπορία
σύνεδρος -> συνεδρία
κ.λπ.
Ἐξαιροῦνται:
μνεία, λεία, χρεία
*προπαροξύτονη λέξη: αὐτὴ ποὺ τονίζεται στὴν τρίτη ἀπὸ τὸ τέλος συλλαβή.
Ἔτσι:
προπαροξύτονα:
συνεχής - συνέχεια,
διαυγής - διαύγεια,
ἀσθενής - ἀσθένεια.
ὠφελῶ - ὠφέλεια
βοηθῶ - βοήθεια
κ.λπ.
ἀπὸ ῥήματα σὲ -εύω/-εύομαι:
λατρεύω - λατρεία
παιδεύω - παιδεία
μαντεύω -μαντεία
κ.λπ.
οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα:
ἐταιρεῖος -> ἐταιρεία
ἀνδρεῖος -> ἀνδρεία
τέλειος -> τελεία
κ.λπ.
Ἐξαιροῦνται:
α´) τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ: νοῦς, πλοῦς, ροῦς, πνοῦς(πνέω), τὰ ὁποῖα γράφονται «-οια»
ἔννοια, ἄπλποια, διάρροια, ἄπνοια
β´) κύρια ὀνόματα: Ἐρέτρια, Πολύμνια
γ´) τὰ προπαροξύτονα θηλυκά σὲ «-τρια»
2) Με «-ια» γράφονται τὰ παροξύτονα θηλυκὰ οὐσιαστικά.
Ἔτσι:
εἰκάζω - εἰκασία
ἄδικος - ἀδικία
κακός - κακία
κ.λπ.
Ἀκόμα θηλυκὰ σύνθετα οὐσιαστικὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄλλα οὐσιαστικά, ἐνῷ ἂν προέρχονταν ἄμεσα ἀπὸ ῥήματα θὰ γράφονταν ἀλλιῶς.
π.χ.
πρωτοπόρος -> πρωτοπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
ἀεροπόρος -> ἀεροπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
εἰδωλολάτρης-> εἰδωλολατρία (ἂν καὶ λατρεία< λατρεύω)
ἀνεξίθρησκος -> ἀνεξιθρησκία(ἂν καὶ θρησκεία < θρησκεύω/θρησκεύομαι)
χειρομάντις -> χειρομαντία (ἂν καὶ μαντεία< μαντεύω)
κ.λπ.
ἐπίσης:
ἄνανδρος -> ἀνανδρία (τὸ ἀνδρεία ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀνδρεῖος)
παρθένος -> παρθενία
φιλάνθρωπος -> φιλανθρωπία
πρόεδρος -> προεδρία
ἔμπορος -> ἐμπορία
σύνεδρος -> συνεδρία
κ.λπ.
Ἐξαιροῦνται:
μνεία, λεία, χρεία
*προπαροξύτονη λέξη: αὐτὴ ποὺ τονίζεται στὴν τρίτη ἀπὸ τὸ τέλος συλλαβή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)