Οἱ λέξεις συνδέονται ἐτυμολογικά.
Τὸ ἀρχαῖο ῥῆμα «ὀφέλλω» (=αὐξάνω) ἔδωσε τὴν λέξη «ὄφελος» (=πλεονέκτημα), ποὺ ἔδωσε τὰ συνθετικά: ἀνωφελής, ἐπωφελής (τὸ «ο» ἐτράπη σὲ «ω» λόγῳ συνθέσεως) προκύπτονας ἔτσι τά: ὠφελῶ, ὠφέλεια, διαχωρίζοντας τὴν ἔννοια τους ἀπὸ τὴν ῥίζα τους.
Ἄρα:
ὀφέλλω > ὄφελος > ἀπὸ ἐπίδραση λέξεων ὅπως : ἐπωφελής > πρόεκυψε «ὠφελῶ» (=παρέχω ὠφέλεια, κέρδος)
Ὑπάρχει καὶ ἡ φράση «ὡς μὴ ὤφελε» (=ποὺ δὲν ἔπρεπε). [ὤφελον: β´ ἀόριστος τοῦ ὀφέλλω]
Χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ παρατατικὸ ἢ ἀόριστο α´.
«ὡς μὴ ὤφελλε», «ὡς μὴ ὤφειλε»
Τὸ ἀρχαῖο ῥῆμα «ὀφέλλω» (=αὐξάνω) ἔδωσε τὴν λέξη «ὄφελος» (=πλεονέκτημα), ποὺ ἔδωσε τὰ συνθετικά: ἀνωφελής, ἐπωφελής (τὸ «ο» ἐτράπη σὲ «ω» λόγῳ συνθέσεως) προκύπτονας ἔτσι τά: ὠφελῶ, ὠφέλεια, διαχωρίζοντας τὴν ἔννοια τους ἀπὸ τὴν ῥίζα τους.
Ἄρα:
ὀφέλλω > ὄφελος > ἀπὸ ἐπίδραση λέξεων ὅπως : ἐπωφελής > πρόεκυψε «ὠφελῶ» (=παρέχω ὠφέλεια, κέρδος)
Ὑπάρχει καὶ ἡ φράση «ὡς μὴ ὤφελε» (=ποὺ δὲν ἔπρεπε). [ὤφελον: β´ ἀόριστος τοῦ ὀφέλλω]
Χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ παρατατικὸ ἢ ἀόριστο α´.
«ὡς μὴ ὤφελλε», «ὡς μὴ ὤφειλε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου