ΣΟΥΒΛΑΚΙ (τὸ): μικρὰ κομμάτια κρέατος περασμένα σὲ μικρὴ καὶ λεπτὴ βέργα (σὲ μικρὴ σούβλα) γιὰ νὰ ψηθοῦν. π.χ. Ψήνω σουβλάκια στὰ κάρβουνα. Mία μερίδα ~. [μσν. σουβλακι < σούβλ(α) -άκι] : [Λεξικὸ Τριανταφυλλίδη]. Γιὰ νὰ καταλάβουν ὁρισμένοι ὅτι δὲν εἶναι σωστοὶ, ὅταν λέν :«Ἕνα σουβλάκι μὲ γύρο» Δὲν στέκει.
Ὅπως δὲν στέκει καὶ τὸ «μία πίττα καλαμάκι» γιατί:
ΚΑΛΑΜΑΚΙ (τὸ) ὑποκορ.:1. μικρὸ καλάμι. 2. μικρὸς πλαστικὸς ἢ γυάλινος σωλήνας μὲ τὸν ὁποῖο μὲ τὸν ὁποῖο ῥουφοῦν ἕνα ὑγρό.
Λόγῳ τοῦ ὅτι ἐν Ἀθήναις τὰ πρῶτα μαγαζιὰ χρησιμοποιοῦσαν μικρὲς αἰχμὲς ἀπὸ καλαμιὲς (καλαμάκια) γιὰ χαμηλὸ κόστος , γιὰ νὰ περνοῦν τὸ κρέας καὶ νὰ τὸ ψήνουν παρέμεινε ὁ ὅρος «καλαμάκι» σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν ἄλλοι «σουβλάκι»
Ἔτσι καὶ ὁ ὅρος «καλαμάκι» ἀντὶ «σουβλάκι» δὲν εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένος μιᾶς καὶ ὑπάρχει μιὰ ἱστορικὴ ἐξήγηση αὐτοῦ, ὅμως τὸ «σουβλάκι» ἐννοιολογικὰ δὲν μπορεῖ νὰ σημάνει αὐτὸ ποὺ λέγεται πλέον «πιττόγυρο»
ΚΑΛΑΜΑΚΙ (τὸ) ὑποκορ.:1. μικρὸ καλάμι. 2. μικρὸς πλαστικὸς ἢ γυάλινος σωλήνας μὲ τὸν ὁποῖο μὲ τὸν ὁποῖο ῥουφοῦν ἕνα ὑγρό.
Λόγῳ τοῦ ὅτι ἐν Ἀθήναις τὰ πρῶτα μαγαζιὰ χρησιμοποιοῦσαν μικρὲς αἰχμὲς ἀπὸ καλαμιὲς (καλαμάκια) γιὰ χαμηλὸ κόστος , γιὰ νὰ περνοῦν τὸ κρέας καὶ νὰ τὸ ψήνουν παρέμεινε ὁ ὅρος «καλαμάκι» σὲ αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν ἄλλοι «σουβλάκι»
Ἔτσι καὶ ὁ ὅρος «καλαμάκι» ἀντὶ «σουβλάκι» δὲν εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένος μιᾶς καὶ ὑπάρχει μιὰ ἱστορικὴ ἐξήγηση αὐτοῦ, ὅμως τὸ «σουβλάκι» ἐννοιολογικὰ δὲν μπορεῖ νὰ σημάνει αὐτὸ ποὺ λέγεται πλέον «πιττόγυρο»