Πρῶτα, πρέπει νὰ ἀναλυθεῖ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης «ἀγγίζω»
ἀγγίζω < ἀρχ. ἐγγίζω
Τὸ ἀ προέκυψε μᾶλλον ἀπὸ συνέκφορὰ τοῦ ῥήματος μὲ τὰ μόρια νά/θά:
νὰ ἐγγίζω > νὰ ῾γγίζω > ν᾿ ἀγγίζω > ἀγγίζω
Τυπικά, ἡ λέξη παράγει τὸ ἀρνητικὸ ἐπίθετο «ἀνέγγιχτος» ἐννοῶντας τὸν ἀνέπαφο, αὐτὸν ποὺ ἔχει μείνει ἐξ ὁλοκλήρου ἀκέραιος, ὁ ἀθικτος, ὁ ἀπείραχτος. (ἔτσι ἀποκαλοῦνταν καὶ οἱ παρθένοι)
Ὅμως, ἀπὸ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδο ἡ λέξη «ἀγγιχτὸς» ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ, ἐννοῶντας αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγγιχτεῖ, ὑπέστη ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, δίνοντας τὴν αἴσθηση ὅτι εἶχε στερητικὸ «ἀ-», παίρνοντας ἔτσι τὴν ἔννοια «ἄθικτος»
Ἔτσι, χρησιμοποιεῖται ὡς σήμερα ἡ λέξη «ἄγγιχτος» (καὶ ἀντὶ τοῦ «ἀνέγγιχτος») ἐννοῶντας:
α´) τὸν ἄθικτο
β´) (στὴν καλαθοσφαίριση) τὸ καλάθι, ὅταν ἡ μπάλα περνάει τὴν στεφάνη χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξῃ.
γ´) τὸν ἀχρησιμοποίητο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου