Powered By Blogger
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικες αγγλικες λεξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνικες αγγλικες λεξεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ἑλληνικὲς λέξεις, ποὺ ταξίδευσαν (μέρος δ´ )

λέξεις μὲ ἐλληνικὸ ἔτυμο:


OZON (ἀντιδ.)< γερμ. Ozon < ἀρχ. ὄζον : οὐδ. μτχ. τοῦ ῥ. ὄζω= βρομῶ, ἀναδίδω δυσοσμία.



ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ(ἀντιδ.)<γαλ. tourisme< tour (=σύντομη μετακίνηση μὲ ἐπιστροφή, κύκλους) <λατ. tornus <ἀρχ. τόρνος (=ἐργαλεῖο ξυλουργικὸ κινούμενο κατὰ περιφέρεια κύκλου, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποστρογγυλοποιοῦνται ἀντικείμενα)



ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ(ἀντιδ.)<πανταλόνι<ἰταλ. (πληθ.) pantaloni< Pantalone< Pantaleone < Πανταλέων <παντὸς + λέων 
[Πανταλόνε: ἥρωας τῆς κωμέντιας ντελάρτε, ὁ ὁποῖος φοροῦσε μακριές καὶ φαρδιές περισκελίδες]



ΒΕΣΤΙΆΡΙΟ(ἀντιδ.)<μεσν. βεστιάριον< λατ. vestiarium<λατ. vestis=ἔνδυμα < άρχ.ἑλ. ἑσθής, (-ῆτος) =ἔνδυμα. 

[βεστιάριο=α´) χῶρος θεάτρουἢ ἄλλης αἴθουσας, ὅπου
φυλάσσονται πανωφόρια, καπέλα κ.ἀ. τῶν θεατῶν ἢ τῶν καλεσμένων. β´) τὸ σύνολο τῶν ἐνδυμάτων ἑνὸς ἠθοποιοῦ ἢ θεάτρου. ΣΥΝ. γκαρνταρόμπα, ἱματιοθήκη]



ΤΖΎΡΟΣ [ἀντιδάνειο](=ἐμπορικὴ κατανάλωση, κύκλος ἐργασιών) 

τζῦρος <βεν. ziro (=γῦρος, κύκλος ἐπιχειρήσεων) <λατ. gyrus< ἑλληνιστ. γῦρος. 

[Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀρθότερη ἡ ὀρθογραφία «τζῦρος» ἀπὸ τὸ «τζίρος».]



ΜΠΆΝΙΟ (ἀντιδάνειο)< ἰταλ. bagno < ὑστλατ. bannium < λατ. balneum < ballineum < ἀρχ. βαλανεῖον=λουτρὸ

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ἑλληνικὲς λέξεις, ποὺ ταξίδευσαν... (μέρος γ´ )

*CEMETERY< παλ. γαλ. cimitiere< λατ. coemeterium < ἀρχ. ἑλ. κοιμητήριον.



*CHURCH< παλ.Αγγλ. cirice< παλ.Γερμ.*kirika< ἑλ. Κυριακὴ 

[οἰκία] (οἶκος τοῦ Κυρίου) =Ἐκκλησία· ἡ λέξη "κυριακὸν" 

χρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸ 300 μ.Χ., ἂν καὶ 

λιγότερο ἀπὸ τὶς λέξεις :"ἐκκλησία" ϗ "βασιλικὴ" 



*COLLAGE/ΚΟΛΛΑΖ(ἀντιδ.)[ἑλληνιστί χαρτεπικόλληση.]< γαλ. 

collage< coller< colle< ἀρχ. κόλλα.


[παρομοίως καὶ τὸ ΚΟΛΛΑΝ]





*CHART<παλ.γαλ. charte< λατ. charta< ΧΑΡΤΗΣ (ἴδια καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς «κάρτας»)




*DISASTER<δυσ[οίωνος] άστὴρ. : καθ᾿ ὅτι ἡ εὐθύνη γιὰ μιὰ 

μεγάλη καταστροφὴ ῥιπτόταν στὴν δυσμενὴ θέση κάποιου 

πλανήτη.





*MARMELADE/ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ (ἀντιδ.)< γαλ. marmelade

 <πορτ. marmelada <marmelo (=κυδῶνι)< λατ. melimelum 

(=γλυκὸ μῆλο)< μελίμηλον (=βερίκοκο)< μέλι + μῆλον