Πρόκειται γιὰ μία λέξη ποὺ ξεκίνησε νὰ χρησιμοποιεῖται στὴν Ρώμη, πρὶν τὴν δημιουργία τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Στὴν Ρωμαϊκη Σύγκλητο ὁ ὅρος princeps senatus (πρῖγκιψ συγκλητικὸς) σήμαινε τὸν πρῶτο τῆς συγκλήτου. Ἀργότερα τέθηκε ὁ ὅρος πριγκιπάτο καὶ ἔπειτα ὡς πρίγκιπες ἦταν διαχειριστὲς τῶν κρατικῶν μηχανισμῶν σὲ περίοδο θέρους, ἐορτῶν καὶ ἄλλων γεγονότων. Ὁ Αὐγουστος ὥρισε καὶ τὸν ἐαυτὸ του princeps μία περίοδο, ὡς ὁ πρῶτος τοῦ κράτους. Ἔτσι, ὁ ὅρος ἄρχισε νὰ παίρνει τὴν σημερινὴ μορφή, μὲ τὸν ὅρο νὰ σημαίνει μὲ τὴν πάροδο τὸν πρῶτο στὴν οἰκογενειακὴ διαδοχὴ ποὺ θὰ ᾖναι ὑπεύθυνος τῆς ἐξουσίας.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΩΣ:
πρίγκιπας < πρῖγκιψ < princeps <primoceps
<primus (πρῶτος) + -ceps <capio = παίρνω/λαμβάνω
Ἐπομένως, αὐτὸς ποὺ πρῶτος λαμβάνει ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους.
Ἡ γραφὴ μὲ «η» προέκυψε λόγῳ τοῦ ὅτι πολλοὶ συσχέτησαν τὸ -e- στὴν κατάληξη τῆς λατινικῆς μὲ τὸ ἀντίστοιχο μακρὸ «ε» στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ, τὸ «η», ὅμως, στὰ λατινικὰ πρόκειται γιὰ βραχὺ «e», ἐπομένως δὲν μπορεῖ νὰ μεταγραφῇ ὡς «η».
Ἑνικός:
ὀνομ. princeps
γεν. principis
δοτ. principi
αἰτ. principem
κλητ. princeps
Πληθυντικὸς
principes
κ.λπ
Φαίνεται ὅτι στὰ ἑλληνικὰ ἡ λέξη ἔγινε πρῖγκιψ καὶ στὴν ὀνομαστικὴ διατηρῶντας τὸ ἰσχυρὸ θέμα τῆς λατινικῆς λέξης prīncip- , στὴν ὁποία καὶ πάλι τὸ δεύτερο i εἶναι βραχύ, ἐνῷ τὸ πρῶτο εἶναι μακρὸ ἐξ οὗ καὶ ἡ περισπωμένη.
Ἔτσι «πρίγκιπας», «πριγκίπισσα» καὶ ὄχι «πρίγκηπας»/«πριγκήπισσα»