Powered By Blogger

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΝΤΟΥΖΙΕΡΑ... ἑλληνιστί...

«Καταιονιστήρας» ἡ ἑλληνικὴ λέξη ποὺ ἀποδίδει τὴν ξένη λέξη «ντουζιέρα».


Προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «καταιονίζω» (=ἐξακοντίζω νερὸ στὸ σῶμα)

καταιονίζω < καταιονάω-ῶ + -ιζω < κατὰ + αἰονῶ (=ὑγραίνω)


καταιονισμὸς = ντουζ, ρίψη νεροῦ στὸ σῶμα.

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Περί «ΕΓΕΡΘΗΤΙ»...

Μιᾶς καὶ ἔχει καταντήσει καραμέλα λόγῳ τῶν ἡμερῶν αὐτὴ ἡ λέξη, ἂς δουμε καλύτερα καί τί σημαίνει καί πῶς κλίνεται ὀρθῶς.


Προέρχεται ἀπὸ τὸ «ἐγείρομαι» (= σηκώνομαι) καὶ τὸ «ἐγέρθητι» εἶναι ἡ προστακτικὴ τοῦ παθητικοῦ ἀορίστου «ἠγέρθην» ποὺ ἔχει ὡς ἐξῆς:


α´ ἑνικοῦ:     -
β´ ἑνικοῦ:  ἐγέρθητι
γ´ ἑνικοῦ:  ἐγερθήτω
α´ πληθ.        -
β´ πληθ.    ἐγέρθητε
γ´ πληθ.    ἐγερθέντων / ἐγερθήτωσαν




Ἑπομένως καὶ τὸ «ἐγέρθητω» ποὺ συχνὰ ἀκούγεται εἶναι ἐσφαλμένο καί ἀπὸ ἄποψη γραμματικὴ καί ὀρθογραφική. Γιατὶ ὁ τόνος εἶναι ἀλλοῦ. «Ἐγερθήτω», ἀλλὰ ἐπίσης ὅταν ἀναφερόμαστε ἄμεσα σὲ πολλοὺς χρησιμοποιοῦμε τὸ β' πρόσωπο πληθυντικοῦ «ἐγέρθητε», οὔτε «ἐγερθήτω» γιατὶ δὲν μιλᾶμε γιὰ κάποιον τρίτο σὲ κάποιον, ἀλλὰ εἶναι ἄμεση διαταγή, προσταγή, ἀλλὰ οὔτε καὶ «ἐγέρθητι» γιατὶ δὲν εἶναι ἕνας ποὺ ἀπευθυνόμαστε, οὔτε εἶναι κάποια ἀόριστη ἔκφραση, ποὺ χρησιμοποιεῖται σὲ κάθε περίπτωση, μά, ἕνα ῥῆμα μὲ προσωπα.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΣΥΧΝΟΤΑΤΟ ΛΑΘΟΣ! ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ-ΕΦΕΥΡΕΣΗ

Ἕνα συχνὸ λάθος τῆς καθημερινότητας εἶναι ἡ σύγχυση ἀνάμεσα στὶς λέξεις «ἀνακάλυψη» καὶ «ἐφεύρεση», ὅπως καὶ τῶν ῥημάτων τους «ἀνακαλύπτω», «ἐφευρίσκω», μὲ τάση ἐπικάλυψης τῆς λέξης «ἐφευρίσκω» ἀπὸ τὴν λέξη «ἀνακαλύπτω». Ἔχουν, ὅμως, ἀρκετὰ μεγάλη σημασιολογικὴ διαφορά. 


«Ἀνακαλύπτω» σημαίνει:
1) βρίσκω κάτι ποὺ ὑπῆρχε, ἀλλὰ ἦταν ἄγνωστο/ βρίσκω ἔπειτα ἀπὸ ἔρευνες ἢ τυχαία κάτι κρυμμένο. 
2) μαθαίνω κάτι ποὺ δὲν γνώριζα/ συμπωματικὰ ἢ ἀπὸ ἀναζήτηση καταλήγω σὲ κάποιο συμπέρασμα, σκέψη/ ἀρχίζω νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ κάτι ποὺ ὡς τώρα δὲν μοῦ κινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον.


«Ἐφευρίσκω»:
1) ἐπινοῶ κάποιο καινούργιο μηχανισμό, κάτι πρωτότυπο, κάποιο νέα μέθοδο.
2) ἔχω πρωτότυπες πρακτικὲς ἰδέες/ ἐπινοῶ δικαιολογίες, γιὰ νὰ ἀποφύγω  ἢ πετύχω κάτι.


Ἔτσι: 


Ὁ Κολόμβος ἀνακάλυψε τὴν Ἀμερικὴ (ὑπῆρχε ἤδη)
Ὁ Γκράχαμ Μπέλ ἐφηῦρε τὸ τηλέφωνο (δὲν ὑπῆρχε, τὸ ἐπινόησε πρῶτος)
Ἀνακάλυψε τὴν πυρίτιδα (ὑπῆρχε ἡ ὕλη αὐτή)


Ὁ Ἥρωνας ἀνάκαλυψε τὴν δύναμη τοῦ ἀτμοῦ· ἡ πρώτη, ὅμως, ἀτμομηχανὴ ἐφευρέθηκε πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα. 
(χαρακτηριστικὸ διαφοροποιητικὸ παράδειγμα λεξικοῦ)

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΕΠΗΡΕΑΖΩ ἀλλὰ ΕΠΙΡΡΟΗ, γιατί;

Ἂν καὶ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ λέξεις τῆς ἴδιας οἰκογένειας παραγώγων, ἐν τούτοις δὲν εἶναι.


Ἔχουν ἐντελῶς διαφορετικὴ ἐτυμολογία.


ΕΠΙΡΡΟΗ < ἐπιρρέω < ἐπὶ +ῥέω.


Ἀρχικῶς, ἐπιρροή σήμαινε τὴν εἰσροή νεροῦ. Στὴν συνέχεια ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ μεταφορικῶς, καταλήγοντας στὰ νεώτερα ἑλληνικὰ νὰ ἀποδίδει τὸ γαλ. influence.


ΕΠΗΡΕΑΖΩ < ΕΠΗΡΕΙΑ < ἐπὶ + ἀρειή [ἀρειά= ἀπειλή, βλάβη/ ἄρα= κατάρα]  ἢ ἐπὶ + ἔρις [μ᾿ ἔκταση φωνήεντος ἐν συνθέσει]


Στὰ ἀρχαῖα «ἐπηρεάζω» = φοβερίζω, ἀπειλῶ, ἐνοχλῶ, κακομεταχειρίζομαι. Στὴν πορεία ἡ λέξη «ἐπήρεια» πῆρε τὴν σημερινὴ ἔννοια λόγῳ ἀκουστικῆς σύμπτωσης κατὰ τὸν μεσαίωνα μὲ τὴν τότε λέξη «ἐπίρροια», ποὺ ἀντικατέστησε γρήγορα.


Ἐπιρροή καὶ ἐπήρεια ἔχουν τὴν σημασία τῆς ἐπίδρασης, ὅμως, ἡ λέξη ἐπήρεια («ὑπὸ τὴν ἐπήρεια»,  λέμε διαφόρων πραγμάτων ὄχι τόσο ἀνθρώπων) καὶ ἐπηρεάζω ἔχουν μία πιὸ ἀρνητικὴ χροιά. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν λέξη «ἐπιρροή» ποὺ ἔχει πιὸ μετριασμένη καὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ ἐπιδράσεις σὲ πρόσωπα ἢ σὲ ἀποτελέσματα καταστάσεων, καὶ κυρίως σημαίνει ἐπίδραση ἀπὸ πρόσωπο καὶ ὄχι οὐσίες π.χ. Δὲν θὰ λέγαμε, δηλαδή, «ἡ ἐπιρροὴ τῶν ναρκωτικῶν» τόσο, ὅσο «ἡ ἐπήρεια τῶν ναρκωτικῶν» ἢ πιὸ σωστὰ «ἡ ἐπιρροὴ τοῦ τάδε πολιτικοῦ στὸν λαό» ἀπὸ «ἡ ἐπήρεια τοῦ τάδε πολιτικοῦ στὸν λαό»

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΗΝΑΣ... ΠΟΙΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΜΗΝΕΣ...

Τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἡμερολόγιο ἦταν σεληνιακό· ὑπολόγιζαν σεληνιακά, ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ λεπτοῦ δρέπανος τῆς σελήνης (νουμηνία) ὡς τὴν ἐπανεμφάνισή του. 
Εἶχαν ἔτσι 29 μέρες καὶ 13 ὧρες. Ἔτσι, πρακτικὰ ἔβαζαν ἐναλλάξ 29 καὶ 30 ἡμέρες. (πλήρεις καὶ κοῖλοι μῆνες ἀντίστοιχα)
Διχομηνία ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς πανσελήνου, ποὺ χώριζε στὴν μέση τὸν μῆνα (ἀπὸ τὴν πρώτη νουμηνία ὡς τὴν ἄλλη). 
Λόγῳ, ὅμως, αὐτοῦ τοῦ τρόπου σύντομα ἀντελήφθησαν ὅτι τοῦς περίσσευαν περίπου κάθε τριετία ἀρκετὲς ἡμέρες καὶ ἔτσι θεσπίστηκε ὁ ἐμβόλιμος μῆνας Ποσειδεὼν Β´ (ὕστερος ἢ δεύτερος) ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 30 ἡμέρες. Ἔτσι τὸ ἔτος ἔφτανε στὶς 383-384 μέρες κάθε τριετία ἀπὸ τὸ σύνηθες τῶν 354. 

(Πρακτικὰ ὑπολόγιζαν τὸ ἔτος σὲ 360 ἡμέρες καὶ τὸν μῆνα στὶς 30)


Ἡ λέξη «μήνη» ποὺ σημαίνει «σελήνη» συνδέει τὶς δύο λέξεις τόσο πολύ, καθὼς φαίνεται μιᾶς καὶ ὁ  ἀρχαῖος «μὴν» οὐσιαστικὰ σημαίνει τὸν σεληνιακὸ κύκλος ἀπὸ τὴν μία νουμηνία στὴν ἑπόμενη.




Ὁ μῆνας στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ διαιρεῖτο σὲ 30 ἡμέρες, τὶς ὁποῖες χώριζαν, στὴν Ἀθήνα σὲ τρεῖς κατηγορίες δέκα ἡμερῶν:
α´) «μὴν ἱστάμενος» (ἢ «εἰσίων» ἢ «ἀρχόμενος»)
β´) «μὴν μέσων» 
γ´) «μὴν φθίνων» (ἢ «ἀπιὼν»)

γενικῶς σὲ δύο κατηγορίες: α´) μὴν ἱστάμενος (τὸ πρῶτο μισό) β´) μὴν φθίνων (τὸ δεύτερο μισό)

Οἱ μῆνες ἄλλαζαν ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχὴ ὀνομασία, ἀλλὰ κατὰ βάσην ἦταν:

1) Ἐκατομβαιὼν (περίπου 15 Ἰουλίου-15 Αὐγούστου) [30 ἡμέρες]
2) Μεταγειτνιὼν (περ. 15 Αὐγούστου- 15 Σεπτεμβρίου) [29 ἡμέρες]
3) Βοηδοδρομιὼν (περ. 15 Σεπτεμβρίου - 15 Ὀκτωβρίου) [30]
4) Πυανεψιὼν (περ. 15 Ὀκτωβρίου -15 Νοεμβρίου) [29]
5) Μαιμακτηριὼν (περ. 15 Νοεμβρίου -15 Δεκεμβρίου) [30]
6) Ποσειδεὼν (περ. 15 Δεκεμβρίου- 15 Ἰανουαρίου)  [29]
    Ποσειδεὼν Β' [30]
7) Γαμηλιὼν (περ. 15 Ἰανουαρίου-15 Φεβρουαρίου) [30]
8) Ἀνθεστηριὼν (περ.15 Φεβρουαρίου- 15 Μαρτίου) [29]
9) Ἐλαφηβολιὼν (περ.15 Μαρτίου-15 Ἀπριλίου) [30]
10) Μουνυχιὼν (περ.15 Ἀπριλίου-15 Μαΐου) [29]
11) Θαργησλιὼν (περ.15 Μαΐου -15 Ἰουνίου) [30]
12) Σκιροφοριὼν (περ. 15 Ἰουνίου-15 Ἰουλίου) [29]




ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «ΛΑΓΝΕΙΑΣ»

«Λαγνεία» εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ συνεχὴς και ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ σεξουαλικὴ ἐπαφή.


Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «λάγνος»


λαγνεία < λάγνος < λαγαίω (=ἀφήνω, χαλαρώνω)


Βάσει αὐτοῦ ἡ πρώτη ἔννοια μᾶλλον σήμαινε αὐτὸν ποὺ ἀφήνεται στὶς ἐρωτικὲς ἀπολαύσεις καὶ στὸν ἔκλυτο βίο.

Ἡ λαγάνα καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα

Ἡ λαγάνα εἶναι τὸ πατροπαράδοτο ψωμὶ ποὺ τρώγεται τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Εἶναι ἄζυμο, μὲ σουσάμι στὴν ἐπιφάνειά του καὶ ἔχει πεπλατισμένο σχῆμα.

Ἡ λαγάνα εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς ψωμί, ὁ Ἀριστοφάνης κάνει μνεία γιὰ αὐτήν, ὅπως καὶ ὁ Ὁράτιος.

Ἐτυμολογία: λαγάνα< λάγανον (=πλατειὰ λεπτὴ πίττα) < ἀρχ. λαγαίω (=χαλαρώνω, ἀφήνω)

(Ὁμόρριζη μὲ τά: λάγνος, λαγαρός, λήγω)



Καθαρὰ Δευτέρα ὀνομάζεται ἔτσι λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν ἡ πρώτη μέρα τῆς Σαρακοστῆς, ὁπότε καὶ μετὰ τὶς μέρες τῶν Ἀποκρεῶν, οἱ πιστοὶ ἔμπαιναν σὲ μία κατάσταση κάθαρσης ἀπὸ τὸ κρέας καὶ γενικὰ νὰ καθαρίσει ψυχὴ καὶ σῶμα ὡς τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Ἐπίσης αὐτὴ τὴν μέρα συνηθιζόταν νὰ καθαρίζουν καὶ ὅλα τὰ μαγειρικὰ σκεύη.




Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΜΗΝΩΝ

Ἡ ὀνομασία τῶν μηνῶν εἶναι ρωμαϊκή. Σύμφωνα μὲ τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα ὁ πρῶτος μῆνας ἦταν ὁ Μάρτιος.


Ἔτσι, ξεκινοῦσε:


Μάρτιος < Martius mensis (=Ἄρεως μῆνας)
Απρίλιος < mensis Aprilis (=Ἀφροδίτης μῆνας) [Venus στὰ λατινικά ἡ Ἀφροδίτη. Aprilis ἀπὸ τὸ ἐτρουσκικό Apru]
Μάιος < Maius/Majus mensis < Maia/ Maja (=τῆς θεάς Μάγιας, ρωμαϊκὴ θεὰ, ἀντίστοιχη τῆς Κυβέλης)
Ἰούνιος < Ιunius mensis < Juno/Ιuno (=Ἥρα)
Ἰούλιος < Julius/Iulius (πρὸς τιμὴν τοῦ Ιούλιου Καίσαρα, ποὺ γεννήθηκε αὐτὸν τὸν μῆνα)
Αὔγουστος < Augustus (παλαιότερα Sextilis=ἕκτος/ μετωνομάστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Αὐγούστου Καίσαρα)
Σεπτέμβριος < september < septem (=ἔβδομος)
Ὀκτώβριος < october < octo (=ὄγδοος)
Νοέμβριος < november < novem (=ἕνατος)
Δεκέμβριος < december < decem (=δέκατος)
Ἰανουάριος < Ianuarius mensis (μῆνας τοῦ Ἰανοῦ, τοῦ διπρόσωπου ρωμαϊκοῦ θεοῦ)
Φεβρουάριος < februarius mensis (=μῆνας τῶν γιορτῶν ἐξαγνισμοῦ) < februa (=ἐξαγνισμός)


Οἱ ἀρχαῖοι μῆνες σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ σημερινὸ σύστημα ἦταν σεληνιακοῦ ἡμερολογίου ἐνῷ οἱ σημερινοὶ ἡλιακοῦ.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «ΝΕΡΟΥ»



Ἡ λέξη «νερό» στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι «ὕδωρ» ἀπὸ ὅπου καὶ ὅλες οἱ σύνθετες «ὑδατογραφία», «ὑδρορροή», «ἀφυδάτωση», κ.ἀ. δίνοντας σύνθετες μὲ τὰ «ὑδατο-» καὶ «ὑδρο-» ὅπου καὶ πλέον συναντᾶται στὰ νέα ἑλληνικὰ μίας καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη ἔχει ἀντικατασταθεῖ στὴν καθομιλουμένη ἀπὸ τὸ «νερό».


Πῶς προέκυψε ἡ λέξη «νερό»; 


Προέρχεται ἀπὸ τὴν φράση «νηρὸν ὕδωρ» (=φρέσκο νερό) καὶ κατέληξε στὴν πορεία τὸ «νηρόν» νὰ οὐσιαστικοποιηθεῖ καὶ νὰ καταλήξει νὰ ἔχει τὴν ἔννοια αὐτοῦ ποὺ προσδιώριζε.


εἶναι δηλαδή: 
νερὸν < νηρὸν < νεαρὸν


ΣΥΧΝΟ ΛΑΘΟΣ: Προκαταρτικός

Πολλοὶ συνηθίζουν νὰ λένε καὶ νὰ γράφουν «προκαταρτικός», ὅμως, ἡ σωστὴ λέξη εἶναι «προκαταρκτικός», καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸ «προκατάρχω»  (=ξεκινῶ πρῶτος)


προκαταρκτικός < προκατάρχω < πρὸ + κατὰ + ἄρχω 


ἔτσι, λοιπόν, ὅπως λέμε: ἄρχω - ἀρκτικός, ἐνάρχω - ἐναρκτικός
                     ἔχουμε καὶ:  προκατάρχω - προκαταρκτικός

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΠΑΠΠΑΣ ἢ ΠΑΠΑΣ;

Ἡ λέξη «παππάς» προέρχεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, στὸν ἴδιο τὸν Ὅμηρο μαρτυρεῖται ἡ λέξη «πάππας». Γράφεται, λοιπόν,  μὲ δύο πι ἐξ ἀρχῆς της, ἄρα καί σήμερα ἔτσι ὀφείλουμε νὰ τὴν γράφουμε, βάσει τῆς ἐτυμολογίας της.


Στὰ ἀρχαῖα, λοιπόν, «πάππας» εἶναι τὸ χαϊδευτικὸ τοῦ πατέρα, ὅπως σήμερα λέμε «μπαμπά». (ἀνάλογο μὲ τὸ «μάμμα»). «Πάππας», «παππίας» σὰν νὰ λέμε «πατερούλης», «παππάκης», «μπαμπάς», «μπαμπάκας».


Παρόμοια χαϊδευτικὰ πρὸς τὸν πατέρα «ἄττα», «ἄπφυ»...


«ὁ πάππας τοῦ πάππα» εἶναι ὁ «πάππος», ὁ «παπποῦς». (τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀκόμα. «πάππου πρὸς πάππου» λέμε. «πρόπαππος» ἢ «προπάππος»)


Στὴν πορεία τῆς γλώσσας, ὁ «πάππας» ἔγινε «παππάς» προσδιορίζοντας τὸν πατέρα τῆς ἐκκλησίας, τὸν ἱερέα τῆς χριστιανικῆς πίστης. (συνηθ. προσφώνηση «πάτερ»). «Πάππας» παρέμεινε ἡ ὀνομασία -διακρινόμενη ἀπὸ τὸν κοινὸ ἰερέα- τοῦ ἰεράρχη τοῦ Καθολικοῦ χριστιανικοῦ δόγματος.

ΞΟΒΕΡΓΑ ἢ ΞΩΒΕΡΓΑ (ἐτυμολογία)

Πολλοὶ συνεκδοχικὰ ἀπὸ τὰ «ξώπορτα», «ξωκκλήσι», κ.ἄ. ἔθεσαν καὶ τὴν λέξη «ξόβεργα» στὸ μυαλό τους ὡς τῆς ἴδιας κατηγορίας συνθέτων μὲ πρῶτο συνθετικὸ τὸ «ἐξω+» στὸ ὁποῖο σιγήθηκε τὸ ἀρχικὸ «ἐ».


Πρόκειται, ὅμως, γιὰ ἄλλη ἐτυμολογία· 


ξόβεργα < ξόβεργον < ἰξόβεργον < ἰξός (=τὸ φυτὸ «γκί») + βέργα  

ΝΗΣΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ἢ ΝΗΣΟΣ ΛΕΣΒΟΣ;

Ἕνα συχνὸ λάθος ποὺ γίνεται εἶναι ἡ ὀνομασία τοῦ ἐν λόγῳ νησιοῦ. Ἐνῷ τὸ ὄνομά του εἶναι «Λέσβος», πολλοὶ συνεκδοχικὰ ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς πρωτεύουσας «Μυτιλήνης» ὀνομάζουν καί τὸ νησὶ τὸ ἴδιο «Μυτιλήνη».



Ἐτυμολογία: 


Μυτιλήνη < μυτίλος (=μύδι) [ἐπικρατέστερο ἔτυμο]
μυθολογικὰ πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Μυτίλη ποὺ κατοίκησε πρῶτος στὸ νησί ἢ τὴν Μυτιλήνη κόρη τοῦ Μάκαρος.


Λέσβος εἶναι ἀβέβαιου ἐτύμου. Πιθανότατα πρόκειται γιὰ μία πελασγικὴ λέξη

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΥΚΤΙΚΗ

Σὲ ἕνα γενικὸ πλαίσιο ἡ εὐκτικὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς ῥηματικὲς ἐγκλίσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Χρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἔκφραση εὐχῆς [ἀπὸ ὅπου καὶ τὸ ὄνομα εὐκτικὴ (εὐκτικός< εὐκτὸς <εὔχομαι)] ἀλλὰ καί τὴν δυνατότητα, ὅταν εἶναι ἀνεξάρτητη. Ἀκόμα, χρησιμοποιεῖτο στὸν πλάγιο λόγο καὶ στὶς δευτερεύουσες προτάσεις ποὺ ἐξαρτοῦνταν ἀπὸ ῥήματα ἱστορικοῦ χρόνου.


Σήμερα ἐπιβιώνει σὲ ἐκφράσεις ὅπως «Θεός φυλάξοι».


Στὴν νέα ἑλληνικὴ ἡ χρήση τῆς εὐκτικῆς ἔχει λεξικοποιηθεῖ, ἐκφράζεται δηλαδή συμπληρωματικὰ μὲ κάποια λέξη (εἴθε/μακάρι/ἄμποτε)


π.χ. Θεός φυλάξοι = εἴθε ὁ Θεός νὰ φυλάξει/προσέξει


Ἀλλά, καί μὲ ῥῆμα: π.χ. Εὕχομαι ὅλα νὰ πᾶν ὅπως πρέπει.