Powered By Blogger

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ἢ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ;



Μία λεπτὴ διαφρορὰ τῶν δύο λέξεων.


1. Ὁ ἀερολιμένας εἶναι ἕνα μεγάλο ἀεροδρόμιο καὶ ὀργανωμένο ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴν μετακίνηση ἐπιβατῶν καὶ ἐμπορευμάτων.
π.χ. Διεθνὴς Ἀερολιμένας Ἀθηνῶν.


2. Ἀεροδρόμιο εἶναι κάθε εἴδους χῶρος προσγειώσεων καὶ ἀπογειώσεων ἀεροσκαφῶν.
π.χ. Στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Νομοῦ.

Καταλήξεις οὐδετέρων σὲ «-ειο» καί «-ιο»

1) Τὸ «-εῖο» εἶναι ἐπίθημα λέξεων οὐδετέρου γένους πρὸς δήλωση α´) τόπου, κτηρίου ἢ β´) καὶ τῆς ὑπηρεσίας, ἀρχῆς ποὺ βρίσκει στέγη στὸ ἐκάστοτε μέρος . [στοὺς νεώτερους χρόνους καὶ «-ειό», μὲ πιὸ λαϊκὴ τάση.]


α´) τόπος ἢ κτήριο:
      βιβλιοπωλεῖο
      μαγειρεῖο (καὶ μαγειριό)
      καπηλειό


β´) ἐφετεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
     λιμεναρχεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
     στρατοδικεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)


2) Μὲ «-ιο» γράφονται οἱ λέξεις οὐδετέρου γένους, ποὺ εἶναι πρόπαροξύτονες.
 
π.χ.
    δασοφυλάκιο (πρόπαροξύτονο)  ἐνῷ δασοφυλακεῖο (παροξύτονο)
    ἀεροδρόμιο 
   

Καταλήξεις οὐσιαστικῶν σὲ «-ΕΙΑ» καὶ «-ΙΑ»

1) Ἡ κατάληξη «-εια» εἶναι κατάληξη θηλυκῶν προπαροξύτονων* οὐσιαστικῶν, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον προέρχονται ἀπὸ ἐπίθετα σὲ  «-ης» ἢ ἀνεξαρτήτως τονισμοῦ, ῥήματα σὲ «-εύω» ἢ ἀκόμα οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα.
Ἔτσι:
προπαροξύτονα:
συνεχής - συνέχεια,
διαυγής - διαύγεια,
ἀσθενής - ἀσθένεια.
ὠφελῶ - ὠφέλεια
βοηθῶ - βοήθεια
κ.λπ.


ἀπὸ ῥήματα σὲ -εύω/-εύομαι:
λατρεύω - λατρεία
παιδεύω - παιδεία
μαντεύω -μαντεία
κ.λπ.


οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα:
ἐταιρεῖος -> ἐταιρεία
ἀνδρεῖος -> ἀνδρεία
τέλειος -> τελεία
κ.λπ.


Ἐξαιροῦνται:
α´) τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ: νοῦς, πλοῦς, ροῦς, πνοῦς(πνέω), τὰ ὁποῖα γράφονται «-οια»
           ἔννοια, ἄπλποια, διάρροια, ἄπνοια
β´) κύρια ὀνόματα: Ἐρέτρια, Πολύμνια
γ´) τὰ προπαροξύτονα θηλυκά σὲ «-τρια»


2) Με «-ια» γράφονται τὰ παροξύτονα θηλυκὰ οὐσιαστικά.
Ἔτσι:
εἰκάζω - εἰκασία
ἄδικος - ἀδικία
κακός - κακία
κ.λπ.


Ἀκόμα θηλυκὰ σύνθετα οὐσιαστικὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄλλα οὐσιαστικά, ἐνῷ ἂν προέρχονταν ἄμεσα ἀπὸ ῥήματα θὰ γράφονταν ἀλλιῶς.
π.χ.
πρωτοπόρος -> πρωτοπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
ἀεροπόρος -> ἀεροπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
εἰδωλολάτρης-> εἰδωλολατρία (ἂν καὶ λατρεία< λατρεύω)
ἀνεξίθρησκος -> ἀνεξιθρησκία(ἂν καὶ θρησκεία < θρησκεύω/θρησκεύομαι)
χειρομάντις -> χειρομαντία (ἂν καὶ μαντεία< μαντεύω)
κ.λπ.


ἐπίσης:
ἄνανδρος -> ἀνανδρία  (τὸ ἀνδρεία ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀνδρεῖος)
παρθένος -> παρθενία
φιλάνθρωπος -> φιλανθρωπία
πρόεδρος -> προεδρία
ἔμπορος -> ἐμπορία
σύνεδρος -> συνεδρία
κ.λπ.


Ἐξαιροῦνται:
μνεία, λεία, χρεία








*προπαροξύτονη λέξη: αὐτὴ ποὺ τονίζεται στὴν τρίτη ἀπὸ τὸ τέλος συλλαβή.

«ΔΥΦΙΟ» , «ΔΥΦΙΟΣΥΛΛΑΒΗ», «ΨΗΦΙΟΛΕΞΗ» ;

*Κατὰ τὸ κράτος,
τὸ bit (μπιτ) εἶναι ἕνα δυαδικὸ ψηφίο, ποὺ μπορεῖ νὰ πάρει τὶς τιμὲς 0 ἢ 1. Στὰ ἀγγλικὰ ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχικά «ΒΙnary digiT» καὶ ἀποδίδεται στὴν ἑλληνικὴ ὡς «ΔΥαδικὸ ψηΦΙΟ», δηλαδή «δυφίο».
Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ συντετμημένη λέξη, ὅταν ἀριθμῇται γίνεται ὡς ἐξῆς:

1 bit = δυφίο/ μονοδύφιο
2 bit = διδύφια
3 bit = τριδύφια
4 bit = τετραδύφια
  κ.ο.κ.

Τὸ byte (μπάϊτ) ὄντας ἕνα ὀκταδύφιο (8bit) ὀνομάζεται στὴν ἑλληνική «δυφιοσυλλαβή»
     π.χ. 1 byte encoding = ἐγκωδίκευση μονοδυφιοσυλλαβῆς
           

*Κατὰ τὸν Γ. Μπαμπινιώτη πάλι, κρίνεται τὸ «ψηφιολέξη» ὡς μετάφραση τοῦ byte.
ἐνῷ γιὰ τὸ bit κρατεῖ τὸ «ψηφίο».

Τὶς πρῶτες δὲν τὶς κάνουν τόσο ἀποδεκτὲς λόγῳ τῆς μὴ ὀρθῆς γλωσσικῆς πλάσης τῶν λέξεων κατὰ τὸ ἑλληνικὸ σύστημα.

ΕΝΔΥΜΑ ἀλλὰ ΥΠΟΔΗΜΑ

Ἡ λέξη «ΕΝΔΥΜΑ» προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο «ἐνδύομαι»
[< ἐν+ δύω (ποὺ εἶναι καί μεταβατικὸ καί ἀμετάβατο, καὶ σημαίνει ἤδη «ντύνω»)]


ἐξοῦ καὶ:  γδύνω< ἐγδύω < ἐκ+δύω
                ἀποδύομαι*(=γδύνομαι)< ἀπὸ + δύομαι
               [ἀποδύομαι>ἀποδυτήρια]


ΥΠΟΔΗΜΑ< ὑπὸ + δέω (= δένω)




*Ὑπάρχει ἡ φράση «ἀποδύομαι στὸν ἀγώνα», ἤδη ἀρχαία «ἀποδύομαι εἰς παλαίστραν/γυμνάσιον» γιὰ τοὺς ἀθλητὲς ποὺ γδύνονταν καὶ ἐτοιμάζονταν γιὰ τοὺς ἀγῶνες τους.
Σήμερα ἡ φράση ἄλλαξε ἔννοιες· «ἐτοιμάζομαι γιὰ ἀγώνα, μπαίνω στὸν ἀγώνα, ἀγωνίζομαι μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μου»
                                             



ΑΛΕΞΩ, ἕνα ῥῆμα ἄγνωστο στὰ νέα ἑλληνικά, μὲ πολλὰ παράγωγα ὅμως..

Ἀπὸ τὸ ὁμηρικὸ ἀκόμα ῥῆμα «ἀλέξω» (=προστατεύω, καὶ ἄρα ἀποκρούω/διώχνω) [μέλ. ἀλεξήσω] προέκυψαν κατὰ τὴν ἀρχαία πολλὲς λέξεις ὅπως:


ἄλεξις (βοήθεια), ἀλεξητήρ [ἀλεξήτειρα](βοηθός, προστάτης), ἀλέξημα (ὑπεράσπιση, βοήθεια), ἀλεξήνωρ (βοηθός, γιατρός), ἀλέξησις (ἀπόκρουση, προστασία)
ἀλεξιφάρμακο(ἀντίδοτο), ἀλεξίπονος, ἀλεξήνεμο, ἀλεξάνεμος,  ἀλεξίκακος (προστατεύει ἀπὸ τὸ κακό), ἀλεξίμβροτος (προστατεύει τοὺς βροτούς, θνητούς), ἀλεξίμορος (μόρος=θάνατος), ἀλεξαίθριος (ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τὸ κρύο), Ἀλέξανδρος (προστατεύει τοὺς ἄνδρες), ἀλεξιάρη (ἄρα=κατάρα), ἀλεξιβέλεμνος (βέλεμνον=βέλος), ἀλεξίγαμος (ἀποφεύγων τὸν γάμο)


Αὐτὸ ἔδωσε βάση στοὺς νεοέλληνες λόγιους νὰ δημιουργήσουν νέες λέξεις βάσει αὐτοῦ.
Ἔτσι:


ἀλεξικέραυνο, ἀλεξίπυρο, ἀλεξίσφαιρο, ἀλεξήνεμο (παραβάν, ὅπως καὶ παραπέτασμα), ἀλεξήλιο, ἀλεξιβρόχιο, ἀλεξιανέμιο (παρμπρίζ), ἀλεξίφωτο (ἀμπραζοῦρ)


καὶ πιὸ ἐξεζητημένα:


ἀλεξικίνδυνος, ἀλεξιπονοκέφαλος (εἶδος καπέλου), ἀλεξίπνικτρον (σωσίβιο), ἀλεξιθάνατος, ἀλεξιπόλεμος, ἀλεξίσκονον (ἐπανωφόριον), ἀλεξίσεισμος (ἀντισεισμικός), ἀλεξίξυλον (ῥάβδος δημοσιογράφων κατὰ ἀντιπάλων τους)

ΟΜΠΡΕΛΑ ... ἑλληνιστί;






Ὀμπρέλα<ἰταλ.  ombrella<ἰταλ. ombra (=σκιά)


Ὀμπρέλα ἀρχικῶς σήμαινε τὸ γνωστὸ ἀντικείμενο πρὸς προστασία ἀπὸ τὴν σκιά, γιὰ τοὺς τότε εὐγενεὶς ποὺ ὁ τρόπος ζωῆς καὶ τὸ κύρος ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιδεικνύουν δὲν ἐπέτρεπαν νὰ ᾖναι μαυρισμένοι στὸ δέρμα, καθὼς αὐτὸ ἦταν γνώρισμα τῶν ἐργατῶν. Μετέπειτα, ὑπῆρξε καὶ τὸ ἴδιο ἀντικείμενο μὲ ἄλλο ὕφασμα γιὰ προστασία ἀπὸ τὴν βροχή.

Ἡ ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τῆς λέξης προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλικὴ γλῶσσα: 

Ἔτσι:
         parasol (γιὰ τὸν ἥλιο) = ἀλεξήλιο [ἀλέξω(=προστατεύω)+ ἥλιος] (παρασόλι, ὅπως ἔλεγαν κάποιοι παλιοί) 

      parapluie (γιὰ τὴν βροχή) = ἀλεξιβρόχιο [ἀλέξω + βροχή]

ΑΝΘΗΛΙΑΚΟ... ἢ ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ


Τὸ ὀρθώτερο εἶναι, καθὼς ἡ λέξη «ἥλιος» ἔχει δασεία, τὸ συνθετικό «ἀντί» ὡς πρῶτο συνθετικό μετὰ τὴν ἀποβολή τοῦ τελικοῦ του «ι» παθαίνει δάσυνση τοῦ τελικοῦ του, πιά, «τ» ποὺ γίνεται «θ», ὅπως τὸ «π» σὲ «φ» στὴν λέξη «ὑφήλιος» (<ὑπὸ + ἥλιος)

Ἔτσι:
            ἀντί + ἡλιακό => ἀνθηλιακό

ὅπως καὶ ἀνθηλιά (ὄχι ἀντηλιά)



Ἄν βέβαια κάποιος θεωρεῖ ὅτι δὲν τοῦ ἀρέσει ὡς πρὸς τὴν ἰδιόλεκτό του αὐτὴ ἡ λέξη, τότε ἂς γράφει «ἀντιηλιακό» κι ὄχι «ἀντηλιακό». Ὅμως, τὸ ὀρθώτερο εἶναι τὸ «ἀνθηλιακό».

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

On line, en ligne, en linea, ἔγγραμμος, (-η) [ἐπιγραμμικός]

Στὰ ἑλληνικὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «συνδεδεμένος (-η, -ο) » ἀντὶ τοῦ ἀγγλικοῦ «ὀν λάϊν», ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν κατάσταση λειτουργίας, ποὺ βρισκόμαστε σὲ μία διαδικτυακὴ ἐφαρμογή συνομιλίας ἢ σύνδεσης στὸ δίκτυο.
 π.χ. Ι am on-line =εἶμαι συνδεδεμένος

Ὅταν ὄμως ἀναφερόμαστε σὲ ἐφαρμογές, παιχνίδια, λειτουργίες στὶς ὁποῖες ὁ ὅρος «ὀν λάϊν» δὲν δείχνει  κατάσταση ἀλλὰ εἶναι εἶδος προσδιορισμοῦ ὡς πρὸς τὸ οὐσιαστικό, ποὺ ἐμπλέκεται μὲ τὸ δίκτυο, τότε ὁ ὅρος «συνδεδεμένος» δὲν ταιριάζει καὶ χρησιμοποιεῖται τὸ «ὀν λάϊν».Ἔτσι, ἔχει εἰσαχθεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἀντίστοιχος πρὸς τοὺς ξένους «ἔγγραμμος» (<ἐν + γραμμή) ὅπως π.χ. στὰ γαλλικὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ὁ ὅρος «en ligne».

Ἔτσι λέμε:

       on-line games = ἔγγραμμα παιχνίδια (ὄχι συνδεδεμένα)
       on-line chat = ἔγγραμμη συνομιλία  (ὄχι συνδεδεμένη)

Μία ἄλλη ἐκδοχὴ μετάφρασης τοῦ ξένου ὅρου εἶναι τὸ «ἐπιγραμμικός» ποὺ ἤδη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸ δημόσιο σὲ μεγάλο βαθμό.

Ἑλληνικὴ λέξη γιὰ ὅλα ὑπάρχει...

Αντιστοίχηση ξένων με ελληνικές λέξεις.


*animation (ανιμέϊσον): ἐμψύχωση
    animator (ανιμέϊτορ): ἐμψυχωτὴς


*garage (γκαράζ): ἁμαξοστάσιο



*glamour(γκλάμουρ)[ἂν καὶ ἀντιδάνειο]: ἑλληνιστί αἴγλη, λάμψη· ἡ γοητεία, ἡ ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει κάποιος/κάτι


*modem (μόντεμ) : ἀποδιαμορφωτής..

*monteur(μοντέρ)/montage(μοντάζ)/mixage(μιξάζ): ἁρμολογητής/ἁ
ρμολόγηση(ἤχου & εἰκόνας)


*Multimedia Player(μουλτιμίντια πλέϊερ): Ἀναπαραγωγὸς Πολυμέσων


*pixel (πίξελ)<pix (πληθ. pic συντ. picture=εἰκόνα)+ el(ement)[=στοιχεῖο]: εἰκονοστοιχεῖο.


*profile (προφίλ): κατατομή


*piano (πιάνο): κλειδοκύμβαλο

ΕΞΠΡΕΣ! Ωκυπόρος...

Τὸ ξενικὸ «ἐξπρὲς»/express (=μὲ ταχύτητα) ἔχει καὶ τὸ ἀντίστοιχο ἑλληνικό του, ὡς φυσικόν...


Ὠϰυπόϱος [ὠϰὺς (= ταχύς) + πόϱος (<ποϱεύω)] = αὐτὸς ποὺ

ταξιδεύει/κινεῖται γϱήγοϱα

ΦΥΠΗΣ ... ;


Κάτι ἀστεῖο καὶ γρήγορο, ποὺ σκέφθηκα ἀντὶ τῶν λέξεων, ποὺ ἀφοροῦν σὲ παντὸς εἴδους φορητοὺς ὑπολογιστὲς.

Εἷναι ἀπὸ τὰ ἀρχικά: Φορητὸς ὙΠολογιστΗΣ => ΦΥΠΗΣ

Θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομάζεται καὶ ἐπιγονάτιος ὑπολογιστὴς ἢ ἐπιγνήσιος ὀρθώτερα κατ᾿ ἀναλογία πρὸς τὸ laptop, ἀλλὰ τὸ «φορητὸς ὑπολογιστής» καταλαμβάνει καὶ τὸ πλαίσιο τῶν λοιπῶν ὑπολογιστῶν ποὺ μεταφέρονται μὲ εὐκολία καὶ δὲν εἶναι σὲ μέγεθος γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν στὰ γόνατα.


[Ὅπως κάτι ἀντίστοιχο ἔγινε γιὰ τὸ PC μὲ τὸ H/Υ (λεκτρονικὸς πολογιστὴς)]

ΨΠΔ = DVD



Τὸ ξενικὸ ἀρκτικόλεξο DVD προέρχεται ἀπὸ τὶς λέξεις:
«Digital Versatile Disc» = Ψηφιακὸς Πολυμορφικὸς Δίσκος


Αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι ἀπολύτως περιγραφικὸ γιὰ τὸ τί δύναται νὰ κάνῃ αὐτὸς ὁ τύπος δίσκου. Καὶ εὔκολα τὸ ξενικὸ μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ ἑλληνικό.

Ψ.Π.Δ. ἀντὶ DVD

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΕΛΤΟΣ...

Ψηφιακὴ δέλτος κρίνω πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομάζουμαι τὸ ἀγγλιστὶ «tablet p.c




«Δέλτος» στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι ἡ πινακίδα γραφῆς.

Σήμερα ὑπάρχει καὶ ἡ πνευματιστικὴ δέλτος, ἡ ὁποία εἶναι τὸ γνωστὸ «τραπεζάκι» ἢ «ποτηράκι».
Δηλαδὴ, ἡ μέθοδος ἐπίκλησης πνευμάτων μέσῳ μίας πινακίδας, ὅπου ἀναγράφονται οἱ λέξεις «ΝΑΙ» καὶ «ΟΧΙ» καθὼς καὶ γράμματα καὶ ἀριθμοί, ὥστε τὰ ἐπικαλούμενα πνεύματα νὰ κινοῦν ἕνα «ποτηράκι» συνήθως, ὡστε νὰ περάσουν τὰ μηνύματά τους στοὺς ἐπικλητές τους.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

ΠΕΡΙ ΔΑΣΕΙΑΣ

Ἡ δασεία ἦταν ἕνας ἀρχαιοελληνικὸς φθόγγος, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν λέξη «δασύς», δηλαδή «πυκνός», καθὼς προφερόταν συνοδίᾳ ἐκπνεόμενου ἀέρα.


Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀναγραφόταν κανονικὰ μὲ τὸ γράμμα «Η», ὅπως καὶ συνεχίστηκε στὴν λατινικὴ στὴν συνέχεια. Tὸ μακρὸ ἔψιλον ποὺ γράφουμε σήμερα ὡς «η», ἀναγραφόταν κανονικὰ ὡς «ε», μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Εὐκλείδης ἄλλαξε τὸ ἀλφάβητο καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα. Ἔτσι, πρὶν τὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐκλείδη στὴν Ἀθήνα ἔγραφαν «ΗΕΡΑ» καὶ μετὰ «ΗΡΑ» (καθὼς τὸ ὄνομα «Ἥρα δασύνεται»).      
Μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς ἐφεύρεσης τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος περὶ τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, ὡς μέσου διδασκαλίας τῆς προφορᾶς τῆς ἑλληνικῆς σὲ ἀλλόγλωσσος ποὺ δὲν κατανοούσαν τὴν προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς. Ἔτσι, οἱ γραμματικοὶ δημιούργησαν τὸ σύμβολο τῆς δασείας παίρνοντας τὸ πάνω ἀριστερὸ μισὸ ἀπὸ τὸ γράμμα «Η». δηλαδή, Η>├ >ʽ (τὸ ἄλλο μισὸ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τῆς δασείας, τὴν ψιλή.)


Σήμερα, εἶναι ἐμφανὴς καὶ τίθεται σὲ φωνήεντα καὶ στὸ ἡμίφωνο «ῥ», ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀφανὴς σὲ σύμφωνα, ποὺ ὀνομάζονται δασέα, ἔπειτα ἀπὸ συμπροφορὰ μὲ ἕνα ἁπλὸ σύμφωνο.
Αὐτὰ εἶναι τὰ: φ<p+h, χ<κ+h, θ<τ+h (κάτι ποὺ εἶναι φανερὸ σὲ ἑλληνικὲς λέξεις, ποὺ πέρασαν σὲ ξένες γλῶσσες. π.χ. phaenomenon<φαινόμενο, chaos<χάος, thyme<θυμάρι )
Ἔτσι, στὶς σύνθετες λέξεις στὶς ὁποῖες τὸ β´ συνθετικό ξεκινᾶ μὲ λέξη δασυνόμενη πρέπει νὰ προσέχεται ἡ τυχούσα δάσυνση τοῦ τελικοῦ συμφώνου τοῦ α´ συνθετικοῦ.
π.χ. ἀπό + αἷμα => ἀφ-αίμαξη
      κατά + ἡμέρα => καθ-ημερινός
      ὑπό + ἁλς (=θάλασσα) => ὕφ-αλος
      ἑπί + ἑδρα => ἑφ-εδρεία
      ἀντί + ἑλονοσία => ἀνθ-ελονοσιακός
      μετά + ὅριο => μεθ-όριος


Οἱ δασυνόμενες λέξεις εἶναι:


α´) Τὰ ἄρθρα (ὁ, ἡ, οἱ, κ.λπ.),
β´) Τὰ ἀριθμητικὰ (ἕνας, ἕξι, ἑπτά, ἑκατό) καὶ τὰ παράγωγά τους (ἐκτὸς τῶν: ὀκτώ, ἐννιὰ, εἴκοσι)
γ´) Οἱ ἀντωνυμίες (ὁποῖος, ὅσος, ἕκαστος, ἅπας, ἑαυτός...)
δ´) Ἐπιρρήματα (ἅμα, ἅπαξ, ἑξῆς, ὅθεν, ὁμοῦ, ὅπου, ὁσάκις, οὕτως, ὡς)
ε´) Σύνδεσμοι (ἕως, ὅμως, ὅπως, ὅταν, ὁπότε, ὅτι, ὁπόταν, ὥστε
ς´) Προθέσεις (ἕνεκα, ἕως, ὡς)
ζ´) Ὅλες οἱ ἑλληνικὲς λέξεις, ποὺ ξεκινοῦν μὲ «Ὑ» καὶ «Ῥ»
η´) Οἱ ἀκόλουθες λέξεις καὶ τὰ παράγωγά τους:


ἁβρὸς,  ἅγιος (ἁγιάζω), ἁγνὸς, ᾍδης, ἁδρὸς, ἁθροίζω (ἁθρόος), αἷμα (ἀφ-αίμαξη),
Αἷμος, αἵρω>αἵρεση (καθ-αίρεση), ἁλάτι, Ἁλιάκμων, Ἁλικαρνασσός, ἁλιεύω, ἅλμα,
ἅλμη, ἁπλώνω, ἅλτης, ἁλυκή, ἁλυσίδα, ἁλωνίζω, ἅλωση, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα,
ἁπαλός, ἁπλός, ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω ἁρμόδιος, ἁρμονία, ἁρμός, ἁρπάζω, ἁψύς (ἁψί-κορος)


Ἑβραῖος, Ἕβρος, ἕδ-ρα, ἑδ-ώλιο, εἵλωτας, εἱμαρμένη, εἵρκτη (κάθ-ειρξη),
Ἑκάβη, Ἑκάτη, ἑκατό, ἑκούσιος, ἑκών, ἑλλανοδίκης, Ἑλλάς, Ἑλένη, Ἕλλη, Ἕλληνας
(ἀφ-ελληνίζω), ἑλληνικός (ἀνθ-ελληνικός), ἕλικα, Ἑλικών, ἑλί-σσομαι, ἑλι-γμός,
ἕλκηθρο, ἕλκος, ἑλκύω (καθ-ελκύω), ἕλξη, ἑλονοσία, ἕλος, ἑξῆς, ἕξις (καθ᾿ ἔξιν),
ἑορτή, ἕπομαι, ἑπτά, ἕρμα, ἕρμαιο, ἑρμαφρόδιτος, ἑρμηνεύω (μεθ-ερμηνεύω), Ἑρμῆς,
ἑρμητικός, ἕρπω, ἑσμός, ἑσπέρα, ἑστία (ἐφ-έστιος), ἑστιατόριο, ἑταῖρος (ἑταιρεία),
ἕτοιμος, εὑρίσκω (ἐφ-ευρίσκω)




Ἥβη (ἔφ-ηβος), ἡγοῦμαι (ἀφ-ηγοῦμαι), ἡδονή, Ἡλιαία, ἡλικία, ἥλιος (ὑφ-ήλιος),
ἧλος [=καρφί] (καθ-ηλώνω), ἡμέρα (πενθ-ήμερη, αὐθ-ημερόν...κ.λπ.),
ἥμερος, ἡμι-, ἡνίο (ἀφ-ηνιάζω), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλῆς, Ἡρόδοτος, Ἡρώ, ἥρωας,
Ἡρώδης, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, Ἥφαιστος, ἡφαίστειο


ἱδρύω (καθ-ιδρύω), ἱδρώνω (κάθ-ιδρος), ἱέραξ, ἱερός (ἀφ-ιερώνω), ἱκανός, ἱκέτης, ἱκετεύω,
ἱλαρός,  ἱμάντας, ἱμάτιο, ἵνα, ἵππος (ἔφ-ιππος), ἵπταμαι, ἵσταμαι, ἱστίο, ἱστορία


ὁδηγῶ, ὁδός, ὁλκή, ὅλμος, ὁλόκληρος, ὁμάδα, ὁμαλός, ὁμήγυρις, ὅμηρος,
ὅμιλος, ὁμιλῶ (καθ-ομιλουμένη), ὅμοιος, ὅπλο (ἐφ-οπλιστής), ὁπλή, ὁποῖος,
ὅραμα, ὅραση, ὁρατός, ὁρίζω, ὅριο, ὅρκος, ὁρμόνη, ὁρμῶ (ἐφ-ορμώ), (ὁ) ὅρος
[ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς], ὅσιος


ὥρα, ὡραῖος, ὥριμος




Μετὰ τὴν ἐπίσημη κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ ὑπὸ τὴν δικαιολογία «οἰκονομία στὴν μελάνη» (!!!), πολλοὶ γλωσσολόγοι δήλωναν ὅτι ἡ δασεία δὲν μπορεῖ νὰ καταργηθῇ καὶ συνέχιζαν νὰ τὴν ἀναγράφουν, καθὼς δὲν πρόκειται γιὰ τονικότητα τῆς γλῶσσας, ἀλλὰ γιὰ φθόγγο ποὺ συνεχίζεται νὰ χρησιμοποιεῖται σὲ σύνθετες λέξεις τῶν ὁποίων τὸ β´ συνθετικὸ ξεκινᾶ μὲ δασεία καὶ τὸ α´ συνθετικὸ λήγει σὲ σύμφωνο ποὺ τρέπεται στὸ ἀντίστοιχο δασύ του.

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Ἀζερμπαϊτζανός....; Ἀζερμπαϊτζανικά; Ὀρίστε;

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ Ἀζερμπαϊτζάν ὀνομάζονται «Ἀζέριοι» καὶ ἡ γλῶσσα «ἀζερικά»

Χαρακτηριστικά: ὁ Ἀζέρος, ἡ Ἀζέρα,
                            ὁ ἀζερικός, ἡ ἀζερική, τὸ ἀζερικό

καὶ στὰ ἀγγλικά, ὅμως: Azeri (πληθ. Azeris), καὶ  ἡ γλῶσσα azeri

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Νέα ἑλληνικὴ λέξη : ΗΛΥΜΑ

Μοῦ ἦρθε αὐτὸ τὸ μήνυμα καὶ μοῦ φάνηκε ἀρκετὰ ἐνδιαφέρον καὶ ἔξυπνο:



«Τερμα τα μειλ που σας εστελνα....Σας στελνω το πρωτο μου
ηλυμα ....και θα περνετε στο εξης απο μενα μονο ηλυματα....

Υιοθετηστε το....

Αγαπητοί φίλοι,

Όπως όλοι έχουμε διαπιστώσει, η χρήση της λέξης email στο γραπτό λόγο είναι
προβληματική. Το ελληνικό "μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου" ή και το πιο
σύντομο "ηλεκτρονικό μήνυμα" είναι μακροσκελή και κατά συνέπεια δύσχρηστα.
Απ' την άλλη, το αγγλικό "email" αποτελεί περιττή χρήση μιας ξένης λέξης,
ενώ το άκλητο "ιμέιλ", πέραν του ότι είναι μια άγαρμπη μεταφορά, είναι και
άσχημο.

Προτείνω, λοιπόν, τη χρήση της λέξης ήλυμα για το μήνυμα ηλεκτρονικού
ταχυδρομείου!

Προέρχεται από το ηλ-εκτρονικό μήν-υμα με τον ίδιο τρόπο που τα
e-lectronic και mail παράγουν το email. Το ήλυμα (του ηλύματος) μπορεί να
χρησιμοποιηθεί εύκολα, είναι μια καθαρά ελληνική λέξη με σαφή ετυμολογική
προέλευση, και κλίνεται εύκολα (τα ηλύματα, των ηλυμάτων κ.ό.κ.).»



Ἐμένα μοῦ ἀρέσει... νὰ θυμήσω ὅτι κάπως ἔτσι ἔπλασε καὶ ὁ Γ. Μπαμπινιώτης τὴν λέξη «ἱστολόγιο»
θεωρώντας ὅτι τὸ μπλὸγκ (blog) εἶναι ἕνα ἠλεκτρονικὸ ἡμερολόγιο... ἡμερολόγιο στὸν ἱστὸ τοῦ διαδικτύου δηλαδή.

Ἱστὸς + (ἡμερο)λόγιο => ἱστολόγιο