Powered By Blogger

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

«ΤΣΥΜΑ-ΤΣΥΜΑ» ὄχι «ΤΣΙΜΑ-ΤΣΙΜΑ»


Τσῦμα-τσῦμα: 


α) ἄκρη-ἄκρη


β) μὲ δυσκολία, ἴσα-ἴσα, στὸ ὅριο. (πρόκειται γιὰ ἀντιδάνεια λέξη) τσύμα<ἰταλ. cima «κορυφή (βλαστοῦ), ἄκρη» <λατ. cῑma/cȳma «κύημα, νεαρὸς βλαστός» < ἀρχ. κῦμα, (ἄλλος τύπος γιὰ τὸ κύημα< κύω/κυέω)

ΣΚΟΛΙΩΣΗ....




Πρόκειται γιὰ δυσμορφία τῆς σπονδυλικῆς στήλης. 


Σκολίωση<σκολίωσις<σκολοῦμαι<σκολιός (=στραβός)

«Ἔχω ἀπαυδήσει» ὄχι «ἔχω ἀπηυδήσει»


Ἐπειδή πρόκειται γιὰ ῥῆμα λόγιο κυρίως, ἡ συχνή του χρήση στὸν 

ἀόριστο «ἀπηύδησα» ἔχει ἐπηρεάσει τὴν χρήση καὶ τῶν ἄλλων 

χρόνων λανθασμένα. Τὸ ῥῆμα εἶναι «ἀπαυδῶ» (ἀπαυδᾶς,

 ἀπαυδᾶ... ἀπηύδυσα...) καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ αὔξηση πρέπει νὰ 

προσέχουμε. Ἔτσι : ἔχω ἀπαυδήσει.




ΑΠΑΥΔΩ<ἀπὸ + αὐδή (=φωνή, ὀμιλία)

ΕΤΕΡΟΘΑΛΗΣ καὶ ΘΕΤΟΣ...

Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξὺ «ἐτεροθαλῆς» καὶ «θετός»;


 Ἐτεροθαλή εἶναι τὰ ἀδέρφια, ποὺ ἔχουν τὸν ἕναν γονέα κοινό 


(ὑπάρχει γονιδιακὴ σχέση)


Θετὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ εἴτε προκύπτουν ἀπὸ ἕναν νέο γάμο εἴτε ἀπὸ 

υἱοθεσία. [δὲν ὑπάρχει (ἄμεση) γονιδιακὴ σχέση]

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ἢ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ;



Μία λεπτὴ διαφρορὰ τῶν δύο λέξεων.


1. Ὁ ἀερολιμένας εἶναι ἕνα μεγάλο ἀεροδρόμιο καὶ ὀργανωμένο ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴν μετακίνηση ἐπιβατῶν καὶ ἐμπορευμάτων.
π.χ. Διεθνὴς Ἀερολιμένας Ἀθηνῶν.


2. Ἀεροδρόμιο εἶναι κάθε εἴδους χῶρος προσγειώσεων καὶ ἀπογειώσεων ἀεροσκαφῶν.
π.χ. Στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Νομοῦ.

Καταλήξεις οὐδετέρων σὲ «-ειο» καί «-ιο»

1) Τὸ «-εῖο» εἶναι ἐπίθημα λέξεων οὐδετέρου γένους πρὸς δήλωση α´) τόπου, κτηρίου ἢ β´) καὶ τῆς ὑπηρεσίας, ἀρχῆς ποὺ βρίσκει στέγη στὸ ἐκάστοτε μέρος . [στοὺς νεώτερους χρόνους καὶ «-ειό», μὲ πιὸ λαϊκὴ τάση.]


α´) τόπος ἢ κτήριο:
      βιβλιοπωλεῖο
      μαγειρεῖο (καὶ μαγειριό)
      καπηλειό


β´) ἐφετεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
     λιμεναρχεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)
     στρατοδικεῖο (καί κτήριο καί ἀρχή)


2) Μὲ «-ιο» γράφονται οἱ λέξεις οὐδετέρου γένους, ποὺ εἶναι πρόπαροξύτονες.
 
π.χ.
    δασοφυλάκιο (πρόπαροξύτονο)  ἐνῷ δασοφυλακεῖο (παροξύτονο)
    ἀεροδρόμιο 
   

Καταλήξεις οὐσιαστικῶν σὲ «-ΕΙΑ» καὶ «-ΙΑ»

1) Ἡ κατάληξη «-εια» εἶναι κατάληξη θηλυκῶν προπαροξύτονων* οὐσιαστικῶν, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον προέρχονται ἀπὸ ἐπίθετα σὲ  «-ης» ἢ ἀνεξαρτήτως τονισμοῦ, ῥήματα σὲ «-εύω» ἢ ἀκόμα οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα.
Ἔτσι:
προπαροξύτονα:
συνεχής - συνέχεια,
διαυγής - διαύγεια,
ἀσθενής - ἀσθένεια.
ὠφελῶ - ὠφέλεια
βοηθῶ - βοήθεια
κ.λπ.


ἀπὸ ῥήματα σὲ -εύω/-εύομαι:
λατρεύω - λατρεία
παιδεύω - παιδεία
μαντεύω -μαντεία
κ.λπ.


οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα:
ἐταιρεῖος -> ἐταιρεία
ἀνδρεῖος -> ἀνδρεία
τέλειος -> τελεία
κ.λπ.


Ἐξαιροῦνται:
α´) τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὰ: νοῦς, πλοῦς, ροῦς, πνοῦς(πνέω), τὰ ὁποῖα γράφονται «-οια»
           ἔννοια, ἄπλποια, διάρροια, ἄπνοια
β´) κύρια ὀνόματα: Ἐρέτρια, Πολύμνια
γ´) τὰ προπαροξύτονα θηλυκά σὲ «-τρια»


2) Με «-ια» γράφονται τὰ παροξύτονα θηλυκὰ οὐσιαστικά.
Ἔτσι:
εἰκάζω - εἰκασία
ἄδικος - ἀδικία
κακός - κακία
κ.λπ.


Ἀκόμα θηλυκὰ σύνθετα οὐσιαστικὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἄλλα οὐσιαστικά, ἐνῷ ἂν προέρχονταν ἄμεσα ἀπὸ ῥήματα θὰ γράφονταν ἀλλιῶς.
π.χ.
πρωτοπόρος -> πρωτοπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
ἀεροπόρος -> ἀεροπορία (ἂν καὶ πορεία< πορεύω)
εἰδωλολάτρης-> εἰδωλολατρία (ἂν καὶ λατρεία< λατρεύω)
ἀνεξίθρησκος -> ἀνεξιθρησκία(ἂν καὶ θρησκεία < θρησκεύω/θρησκεύομαι)
χειρομάντις -> χειρομαντία (ἂν καὶ μαντεία< μαντεύω)
κ.λπ.


ἐπίσης:
ἄνανδρος -> ἀνανδρία  (τὸ ἀνδρεία ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀνδρεῖος)
παρθένος -> παρθενία
φιλάνθρωπος -> φιλανθρωπία
πρόεδρος -> προεδρία
ἔμπορος -> ἐμπορία
σύνεδρος -> συνεδρία
κ.λπ.


Ἐξαιροῦνται:
μνεία, λεία, χρεία








*προπαροξύτονη λέξη: αὐτὴ ποὺ τονίζεται στὴν τρίτη ἀπὸ τὸ τέλος συλλαβή.