Ὅλα τὰ ῥήματα ποὺ λήγουν σὲ «-ίζω» γράφονται κανονικά μὲ ἰώτα (ῥαπίζω, χτίζω, κ.λπ.)
Τὸ «-ίζω» εἶναι ἕνα ῥηματικὸ ἐπίθημα, δείχνον τὴν ἐνέργεια.
Ἀρχικά, παραγόταν τυχαίως, γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν ῥήματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν ἀπὸ οὐσιαστικὰ θηλυκοῦ γένους τῶν ὁποίων τὸ θέμα κατέληγε σὲ -δ, ἔτσι :
σφραγίς > θεματικό σφραγίδ-jω > σφραγί-ζω,
ἐλπίς > θεματικό ἐλπίδ-jω > ἐλπί-ζω
Ὄμως, ἡ γλῶσσα τὸ χρησιμοποίησε ὡς κατ'ἐξοχὴν ἐπίθημα ἐνέργειας:
ψήφος > ψηφ-ίζω
ἀρχή > ἀρχ-ίζω
σχήμα > θέματικὸ σχηματ-ίζω
Ἐξαιροῦνται καὶ γράφονται μὲ «-ει-», «-οι-», «-υ-» καὶ «-η-» τὰ ἀκόλουθα ῥήματα:
δανείζω <δανει-ζω < δανει-ιζω < δάνειον
ἀθροίζω (<ἀθρο-ίζω<ἀθρό-ος + ίζω)
ἀναβλύζω/ἀναβρύζω (<βρύζω<βρύω ἀπό ὅπου καί ἐτυμολογία γιὰ τὴν βρύση)
δακρύζω (<δάκρυ)
συγχύζω < σύγχυσις < συγχέω
κατακλύζω (<κλύζω<κλυδ-jω ἀπὸ ὅπου καί: κλυδωνίζω)
σφύζω (<σφύγ-jω ὅπως: σφυγμός, σφύξη)
πήζω (<ἔπηξα<πηγ-νύω)
πρήζω (<ἔπρησα <πρήθω)
μπήζω (ἔμπηξα<ἐνέπηξα< ἐμ-πηγνύω)
χρήζει (<χρή-ζω)
κελαρύζω (ὅπως καὶ ἄλλα ἀρχαῖα ἠχομιμητικά, τὰ ὁποῖα γράφονταν μὲ «υ»:
γογγύζω, (ὑπο)τονθορύζω[=μουρμουρίζω], κελαρύζω, ὀλολύζω [=θρηνῶ γοερῶς κ.ἀ. παρόμοια πιθανῶς ]
Ὁ λόγος εἶναι ὅτι αὐτὰ παρήχθησαν εἴτε θέτοντας « -ίζω» στὸ θέμα οὐσιαστικῶν ποὺ ἔληγαν σὲ φωνῆεν (π.χ. δανείζω, ἀθροιζω) εἴτε, ἐπειδὴ σχηματίστηκαν κατὰ τὴν ἀρχαία γλῶσσα μὲ ἐπιθεματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ γιώτ.
π.χ. σφυγμός > σφυγ-j - ω> σφύζω
σύγχυσις > συγχυσ-j-ω>συγχύζω
Παλιότερα ἔγραφαν «ἀντικρύζω», ὅμως οἱ γλωσσολόγοι σήμερα θεωροῦν ὅτι κάτι τέτοιο θὰ ἦταν δύσκολο, μιᾶς καὶ τὸ θέμα τοῦ ἐπιρρήματος εἶναι «ἀντίκρ- κι ἔτσι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ῥηματικοῦ ἐπιθέματος θὰ γινόταν μὲ τὸ «-ίζω», γιὰ νὰ δημιουργηθῇ τὸ ῥῆμα
Τὸ «-ίζω» εἶναι ἕνα ῥηματικὸ ἐπίθημα, δείχνον τὴν ἐνέργεια.
Ἀρχικά, παραγόταν τυχαίως, γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν ῥήματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν ἀπὸ οὐσιαστικὰ θηλυκοῦ γένους τῶν ὁποίων τὸ θέμα κατέληγε σὲ -δ, ἔτσι :
σφραγίς > θεματικό σφραγίδ-jω > σφραγί-ζω,
ἐλπίς > θεματικό ἐλπίδ-jω > ἐλπί-ζω
Ὄμως, ἡ γλῶσσα τὸ χρησιμοποίησε ὡς κατ'ἐξοχὴν ἐπίθημα ἐνέργειας:
ψήφος > ψηφ-ίζω
ἀρχή > ἀρχ-ίζω
σχήμα > θέματικὸ σχηματ-ίζω
Ἐξαιροῦνται καὶ γράφονται μὲ «-ει-», «-οι-», «-υ-» καὶ «-η-» τὰ ἀκόλουθα ῥήματα:
δανείζω <δανει-ζω < δανει-ιζω < δάνειον
ἀθροίζω (<ἀθρο-ίζω<ἀθρό-ος + ίζω)
ἀναβλύζω/ἀναβρύζω (<βρύζω<βρύω ἀπό ὅπου καί ἐτυμολογία γιὰ τὴν βρύση)
δακρύζω (<δάκρυ)
συγχύζω < σύγχυσις < συγχέω
κατακλύζω (<κλύζω<κλυδ-jω ἀπὸ ὅπου καί: κλυδωνίζω)
σφύζω (<σφύγ-jω ὅπως: σφυγμός, σφύξη)
πήζω (<ἔπηξα<πηγ-νύω)
πρήζω (<ἔπρησα <πρήθω)
μπήζω (ἔμπηξα<ἐνέπηξα< ἐμ-πηγνύω)
χρήζει (<χρή-ζω)
κελαρύζω (ὅπως καὶ ἄλλα ἀρχαῖα ἠχομιμητικά, τὰ ὁποῖα γράφονταν μὲ «υ»:
γογγύζω, (ὑπο)τονθορύζω[=μουρμουρίζω], κελαρύζω, ὀλολύζω [=θρηνῶ γοερῶς κ.ἀ. παρόμοια πιθανῶς ]
Ὁ λόγος εἶναι ὅτι αὐτὰ παρήχθησαν εἴτε θέτοντας « -ίζω» στὸ θέμα οὐσιαστικῶν ποὺ ἔληγαν σὲ φωνῆεν (π.χ. δανείζω, ἀθροιζω) εἴτε, ἐπειδὴ σχηματίστηκαν κατὰ τὴν ἀρχαία γλῶσσα μὲ ἐπιθεματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ γιώτ.
π.χ. σφυγμός > σφυγ-j - ω> σφύζω
σύγχυσις > συγχυσ-j-ω>συγχύζω
Παλιότερα ἔγραφαν «ἀντικρύζω», ὅμως οἱ γλωσσολόγοι σήμερα θεωροῦν ὅτι κάτι τέτοιο θὰ ἦταν δύσκολο, μιᾶς καὶ τὸ θέμα τοῦ ἐπιρρήματος εἶναι «ἀντίκρ- κι ἔτσι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ ῥηματικοῦ ἐπιθέματος θὰ γινόταν μὲ τὸ «-ίζω», γιὰ νὰ δημιουργηθῇ τὸ ῥῆμα
Καί τά ρήματα δανείζω, συγχύζω, μυροβλύζω(;) (μυροβλύτης)
ΑπάντησηΔιαγραφή