Τὰ δευτερόκλιτα ἐπίθετα ποὺ ἔχουν παραθετικά σὲ «-ότερος» καὶ «-ότατος», ἂν ἔχουν τὴν προηγούμενη συλλαβή τους θέσει ἢ φύσει μακρόχρονη, τότε διατηροῦν τὸ «ο»· τὸ ἐκτείνουν σὲ «ω», ὅταν ἡ προηγηθεῖσα συλλαβὴ εἶναι θέσει ἢ φύσει βραχύχρονη.
Ἔτσι: ξηρός ξηρό-τερος ξηρό-τατος
ἀλλά: νέος νεώτερος νεώτατος
Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ περιπτώσεις ὅπου ἡ μακρότητα δὲν διαφαίνεται καὶ αὐτὸ γίνεται στὴν περίπτωση τῶν δίχρονων φωνηέντων. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, λοιπόν, ὅτι:
Ι. Εἶναι μακρόχρονο τὸ δίχρονο στὴν παραλήγουσα:
α´) σὲ ἐπίθετα σὲ «-ος» τῶν ὁποίων τὸ β´ συνθετικὸ εἶναι μία ἀπὸ τὶς λέξεις:
θυμός, κίνδυνος, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, ψυχή.
π.χ. εὔθυμος – εὐθυμότερος, ἔντιμος – ἐντιμότερος
β´) στὰ ἐπίθετα: ἀνιαρός, ἄκρατος, ἰσχυρός, λιτός, τρανός, φλύαρος, ψιλός κ.ἀ.
π.χ. ἰσχυρότερος
ΙΙ. Εἶναι βραχύχρονο τὸ δίχρονο στὴν παραλήγουσα:
α´) στὰ ἐπίθετα ποὺ λήγουν σέ: «-ιος», «-ικος», «-ιμος», «-ινος»
π.χ. τίμιος – τιμιώτερος, χρήσιμος – χρησιμώτερος
β´) ὅσων λήγουν σέ «-αρος» (ἐκτὸς τῶν: ἀνιαρός, φλύαρος, λαρός, ψαρός)
π.χ. καθαρός – καθαρώτερος
γ´) ὅσων λήγουν σέ «-υρος» (ἐκτὸς τοῦ: ἰσχυρός)
π.χ. ἀλμυρός - ἀλμυρώτερος
δ´) ὅσων λήγουν σέ «-αλος» καὶ «-ανος»
π.χ. ἁπαλός – ἁπαλώτερος , πιθανός – πιθανώτερος
ε´) στὰ ἐπίθετα : ἀγαθός*, ἀγλαός, ἄκριτος, ἄδικος, δυνατός, ἥσυχος, ἰταμός, ὀλίγος* κ.ἀ.
ΙΙΙ. Τὰ φαινομενικὰ βραχύχρονης παραλήγουσας «ξένος», «κενός», «στενός» ἔχουν παραθετικά σὲ «-ότερος» , «-ότατος» καθὼς εἶχαν παλαιότερους τύπους σὲ κενϝος, ξενϝος, στενϝος (ἔτσι οἱ συλλαβές εἶναι θέσει μακρόχρονες)
ἄρα: στενός ἀλλὰ στενότερος
*Τὰ «ἀγαθός» καὶ «ὀλίγος» ἔχουν βραχύχρονο τὸ δίχρονο τῆς παραλήγουσας, ἀλλὰ ἔχουν ἀνώμαλους τύπους στὰ παραθετικά τους στὴν ἀρχαία ἑλληνική. Στὴν νέα, ὅμως, κανονικά:
ἀγαθός – ἀγαθώτερος, (ὀ)λίγος – λιγώτερος
Ναι, ευχαριστούμε για όλα, ωστόσο μας το χαλάς με το θέμα στου στο blog "Νεότερη ανάρτηση..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε εκτίμηση
΄
Ε, αὐτὸ δὲν γίνεται νὰ τὸ ἀλλάξῃς· εἶναι τοῦ συστήματος ;)
Διαγραφή