Powered By Blogger

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Κλίση τοῦ ῥήματος «ζῶ»

Τὸ ῥῆμα «ζῶ» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ λίγα συνῃρημένα ῥήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σὲ «-ήω», (ὅπως τὰ πεινῶ, διψῶ, χρῶμαι). Κατὰ τὴν ἀρχαία κλίνεται δηλαδή: ζῶ, ζῆς, ζῆ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι.


Ὄντας, βέβαια, μία σπάνια ἐξαίρεση, καθὼς τὰ ἄλλα ῥήματα αὐτῆς τῆς κατηγορίας συνῃρημένων ἄλλαξαν στὴν πορεία (π.χ. πεινῶ, πεινᾶς... ἀπὸ πεινῶ, πεινῆς...κ.λπ.), θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀποδεκτὴ καὶ ἡ ἁπλὴ -ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὰ ἄλλα- κλίση του ὡς: ζῶ, ζεῖς, ζεῖ, ζοῦμε, ζεῖτε, ζοῦν.


Ἁπλῶς, πρέπει νὰ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ σωστότερο εἶναι νὰ κλίνεται γραφόμενο μὲ «η» καί στὴν νέα κατὰ τὴν ἀρχαία κλίση, μιᾶς καὶ δὲν ἄλλαξε ὅπως τὰ ἄλλα τῆς κατηγορίας του:
ζῶ, ζῆς, ζῆ, ζοῦμε, ζῆτε, ζοῦν.




ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Παρὰ τοῦ ὅτι εἶναι ἀποδεκτὸ τὸ «ει» στὴν νεοελληνικὴ κλίση τοῦ ῥήματος, δὲν πρέπει νὰ γίνεται λάθος στὸν ἀπαρεμφατικό του τύπο, εἰδικὰ στὴν ἀρχαιοπρεπὴ φράση «εὖ ζῆν» ἢ στὴν ἔκφραση «ζήτω» (γ' ἑνικὸ πρόσωπο προστακτικής, «νὰ ζῆ»)

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Α-ΔΕΛΦΟΣ... (ετυμολογια)

ἀδελφός< ἀ + δελφύς

Πρόκειται γιὰ τὸ «α» τὸ ἀθροιστικό. (ποὺ ἄλλωτε δασύνεται κι ἄλλωτε ὄχι) [π.χ. στὸ: ἅ-πας] καὶ τὴν λέξη «δελφύς» ποὺ σημαίνει τὴν μήτρα τῆς γυναίκας.

Ἄρα, «ἀδελφός» ἀυτὸς ποὺ ἔχετε βγεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα.

Ἕνα παράδειγμα τῆς μαγείας τῆς ἑλληνικῆς ποὺ ἀπὸ μόνη της σοῦ δείχνει τὴν ἔννοια τῶν λέξεών της.



«ΤΙΤΤΥΒΙΖΩ» ὄχι «ΤΙΤΙΒΙΖΩ»

Τὸ «τιττυβίζω» (=κελαηδῶ) εἶναι ἀρχαία λέξη ἠχομιμητικὴ (ἀπὸ κάποιον φυσικό ἦχο δηλαδή) καὶ συγκεκριμένα τὸν ἦχο τῆς πέρδικας. (κάνω «τιττύ», δηλαδή) [σπάνια ὡς τιτυβίζω]


Ὑπάρχει καὶ τὸ «τιτίζω» στὴν ἀρχαιότητα γιὰ τὰ χελιδόνια, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τὰ μικρὰ πουλιά.

ΛΟΞΥΓΓΑΣ...!

Ἡ λέξη αὐτὴ συχνά γράφεται λανθασμένα ὡς «λόξιγγας» ἢ  «λόξυγκας» ἢ «λόξιγκας». Ὅμως, ὀρθογραφεῖται «λόξυγγας». Ἂν καὶ ὑπάρχει ἀβεβαιότητα σχετικὰ μὲ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξης· ὑπάρχουν δύο πιθανὲς ῥίζες.


α´) λώξυγγας <κλώξυγγας< κλῶξος (< κλώζω=κρώζω, κακαρίζω) + λύγξ [γενική: λυγγός< λύζω (=ἔχω λόξυγγα)]


β´) λόξυγγας <λύξυγγας < λύγξυγγας (< λύγξ + λάρυγγας)


Ἂν προέρχεται ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκδοχή, τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀναγράφεται ὡς «λώξυγγας», ἐνῷ στὴν δεύτερη ὡς «λόξυγγας» (ἔπειτα ἀπὸ μετατροπὴ τοῦ «υ» σὲ «ο»). Λόγῳ τῆς ἀβεβαιότητας, ὅμως, εἶναι προτιμότερη ἡ ἁπλούστερη γραφή μὲ «ο».


Οἱ γραφές: λόξιγκας, λόξυγκας κ.ἀ. δὲν στέκουν ἐτυμολογικά.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΠΡΟΙΚΑ

Ἡ λέξη «προῖκα» ἐτυμολογικὰ καὶ μόνο σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἐκ τῶν προτέρων, ἔχοντας ἔπειτα τὴν ἔννοια τοῦ δώρου ποὺ διδόταν πρὸ τοῦ γάμου.


ΠΡΟΙΚΑ< προίξ< πρὸ + θέμα «ἱκ» (< ἵκω*=ἔρχομαι) 






* Τὸ ῥῆμα «ἵκω» (δωρικά: εἵκω) ἔχει ὁμόρριζα ὅπως τά: ἱκανός, ἱκέτης, ἀφικνοῦμαι, ἄφιξη, κ.ἀ.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ σημαίνει...


Ἡ λέξη ἑστιατόριο ἄν καὶ κάποιος ἴσως τὸ παρετυμολογοῦσε μὲ τὸ ἐσθίω (τρώω)  προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη «ἑστία» (=τὸ τζάκι) 

Ἡ λέξη «ἑστία» βέβαια, τὸ τζάκι, ἦταν ὁ βασικὸς καὶ κεντρικὸς χῶρος στὸ σπίτι καὶ γιὰ αὐτὸ σήμανε καὶ τὴν οἰκογενειακὴ συνοχή, τὸ σπιτικό, τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς δομῆς. 

Ἀπὸ τὴν λέξη ἑστία προέκυψε τὸ ῥῆμα «ἑστιάω» = φιλοξενῶ
ἀργότερα πῆρε τὴν ἔννοια "φιλοξενῶ σὲ γεῦμα, συμπόσιο" καὶ ἔτσι προέκυψε ἡ λέξη :
«ἑστιά-τωρ», (θέτοντας τὸ ἐπίθημα -τωρ , ποὺ δηλώνει πρόσωπο)
αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ, ποὺ προσκαλεῖ σὲ δεῖπνο, συμπόσιο. 

Καὶ ἐξ αὐτοῦ ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο παρέθετε τὸ γεῦμα ὀνομάστηκε «ἑστια-τορ-ιο» ( θέτοντας τὸ ἐπίθημα -ιο, ποὺ δηλώνει τόπο/μέρος)

Ἀργότερα πῆρε τὴν ἔννοια τοῦ χώρου ὄπως τὸν ξέρουμε σήμερα.


Βέβαια, «ἑστίαση» σημαίνει τὴν παράθεση γεύματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπικέντρωση, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ κάτι, καθὼς ἡ λέξη «ἑστιάζω» ἔχει δώσει στὴν νεοελληνικὴ παράγωγα ποὺ καλύπτουν μαθηματικό, γεωμετρικό, φυσικό πεδίο ἐπιστήμης. (ἑστιακός φακός, ἑστιακὸ ἐπίπεδο κ.λπ.)

ΕΔΩΔΙΜΑ...

Ἐδώδιμα εἶναι τὰ τρόφιμα, τὰ φαγώσιμα, ὅ,τι μπορεῖ καὶ εἶναι κατάλληλο γιὰ φάγωμα.
π.χ. ἐδώδιμα μανιτάρια


Ἐτυμολογία:
ἐδώδιμο < ἐδωδή < ἔδω = τρώω 


Ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ «ἔδεσμα». Ὁμόρριζο μὲ τὸ ῥῆμα «ἐσθίω»(=τρώω)
τὸ ὁποῖο καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὸ ἑστιατόριο