ἀδελφός< ἀ + δελφύς
Πρόκειται γιὰ τὸ «α» τὸ ἀθροιστικό. (ποὺ ἄλλωτε δασύνεται κι ἄλλωτε ὄχι) [π.χ. στὸ: ἅ-πας] καὶ τὴν λέξη «δελφύς» ποὺ σημαίνει τὴν μήτρα τῆς γυναίκας.
Ἄρα, «ἀδελφός» ἀυτὸς ποὺ ἔχετε βγεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα.
Ἕνα παράδειγμα τῆς μαγείας τῆς ἑλληνικῆς ποὺ ἀπὸ μόνη της σοῦ δείχνει τὴν ἔννοια τῶν λέξεών της.
Αδελφός σημαίνει:
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτός που δεν μετακινείται και δεν απελευθερώνεται από την οικογένεια και παραμένει δούλος.(Της μητέρας επι μητριαρχίας ή του πατέρα επί πατριαρχίας).
Υπάρχει περίπτωση να έχει κάτι να κάνει και με τους Δελφούς. Μήπως θα μπορούσε το "α" να είναι στερητικό της "θεϊκής" προέλευσης, της συνάφειας με τον Απόλλωνα/διάβολο;
ΑπάντησηΔιαγραφή