λυκόφως<λύκη+φῶς
(τὸ ἀμυδρὸ φῶς πρὶν τὴν αὐγὴ καὶ μετὰ τὴν δύση)
ΛΥΚΗ =φῶς [ἀπαρχαιωμένη λέξη]
στὴν ἴδια οἰκογένεια καὶ τά: λευκός(=φωτεινός, λαμπρός, ἄσπρος), λύχνος, λυχνίτης, λυκάβας, λυκαυγές, luna (luc-na: λατ. σελήνη), lux (luc-s: λατ. φῶς)
λυκαυγές=ἡ αὐγή, ἡ χαραυγή, χάραγμα.
λυκάβας, -αντος (λύκη+βαίνω) : ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ἡ τροχιὰ τοῦ ἡλίου, τὸ ἔτος.
[φράση: αἱ λυκαβαντίδαι ὧραι= οἱ ἐποχὲς τοῦ ἔτους.]
[ὁ «λύκος» ἁπλὰ συνέπεσε ἀκουστικά· δὲν ἔχει ἐτυμολογικὴ συγγένεια.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου