Καυλός = τὸ στελέχος τοῦ φυτοῦ ποὺ ἐξέχει ἀπὸ τὴν γή, ὁ κορμός τοῦ φυτοῦ.
Στὰ ἀρχαῖα: τὸ καλάμι ἢ σωληνοειδοῦς μορφῆς στέλεχος, λαβή ξίφους.
Ἐξ αὐτῆς τῆς λέξης καὶ οἱ νεοελληνικὲς λαϊκότροπες σεξουαλικὲς ἐκφράσεις, ὅπως:
καυλί, καύλα, καυλωνω, καυλιάρης κ.λπ.
Στὰ ἀρχαῖα: τὸ καλάμι ἢ σωληνοειδοῦς μορφῆς στέλεχος, λαβή ξίφους.
Ἐξ αὐτῆς τῆς λέξης καὶ οἱ νεοελληνικὲς λαϊκότροπες σεξουαλικὲς ἐκφράσεις, ὅπως:
καυλί, καύλα, καυλωνω, καυλιάρης κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου