Ἡ λέξη «βάλανος» ἀρχικῶς δὲν σήμαινε τὸ ἄκρο τοῦ πέους, ἀλλὰ τὸ βαλανίδι (ἀργότερα καὶ βελανίδι). Ἀλλὰ λόγῳ τοῦ σχήματος αὐτοῦ τοῦ καρποῦ πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της ἡ «βάλανος» (ἄκρη τοῦ πέους) ἤδη ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια.
Ἀκόμα δόθηκε λόγῳ τοῦ σχήματος ὄνομα «βάλανος» σὲ: α´) ὀστρακόδερμο, «τὸ μύδι», β´) ἀλλὰ καὶ «βάλανος» λεγόταν καὶ ἕνας πάσσαλος ποὺ ἔβαζαν στὸ πίσω μέρος τῆς πόρτας, σὲ μία ὀπή στὴν παραστάδα τῆς πόρτας, ποὺ τὴν κρατοῦσε κλειστή καὶ γιὰ νὰ ἀνοιχθῇ ἔπρεπε ὁ πάσσαλος αὐτὸς νὰ ἀνασυρθῇ μέσῳ ἑνὸς εἴδους κλειδιοῦ τῆς «βαλανάγρας» [<βάλανος + ἄγρα(=τὸ θήραμα, ἀπὸ τὸ «ἄγω»)]
Ἡ βάλανος< βάλ-λω (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πέφτω, ἀρχικῶς φαίνεται ὅτι σήμαινε τὰ εἶδη τῶν καρπῶν ποὺ πέφτουν εὔκολα ἀπὸ τὰ δένδρα, μιᾶς καὶ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἡ λέξη καὶ γιὰ τὸν «χουρμᾶ» καὶ γιὰ τὸ «κάστανο»)
Δεν συνδέεται μὲ τὸ βαλανεῖον (δὲς ἐδώ) μιᾶς καὶ ἂν προερχόταν ἀπὸ τὴν λέξη «βάλανος», τότε θὰ ἦτο «βαλάνειον», ἐπίσης ἐννοιολογικῶς δὲν μποροῦν νὰ συσχετιστοῦν «καρπὸς »-«λουτρό»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου