Powered By Blogger

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

STOP (ΣΤΟΠ) [ἀντιδάνειο]

STOP [στόπ] (ἀντιδ.): ἀγγλ. stop<μσν.ἀγγλ. stoppen<ἀρχ. ἀγγλ. -stoppian (ὥς β' συνθ.) < λατ. *stuppare = βουλλώνω μὲ στουπί (συνεκδ. σταματῶ κάτι, βουλλώνοντας) < λατ. stuppa < μτγν. στύππη < ἀρχ. στυπ(π)εῖον

1 σχόλιο: